Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών (CERN) ανακοίνωσε ότι δεν θα κάνει νέες συνεργασίες με ρωσικούς επιστημονικούς φορείς μετά από σχετικό αίτημα Ουκρανών επιστημόνων, ως απάντηση στην εισβολή της Ουκρανίας στη Ρωσία. Είναι η πρώτη σοβαρή ένδειξη ότι ακόμη και ένα πεδίο όπως η Επιστήμη και Τεχνολογία, όπου η διεθνής επιστημονική συνεργασία αποτελεί κοινό τόπο, συχνά με ρωσική συμμετοχή, απειλείται πλέον λόγω του πολέμου.
Το CERN, που διαθέτει τον μεγαλύτερο επιταχυντή σωματιδίων στον κόσμο, ο οποίος αναμένεται να επαναλειτουργήσει φέτος μετά από τριετή αδράνεια λόγω μιας νέας αναβάθμισης του, αλλά και της πανδημίας, ιδρύθηκε το 1954 και διαθέτει 23 κράτη μέλη (μεταξύ αυτών η Ελλάδα) και επτά συνεργαζόμενα κράτη (ένα από τα οποία είναι η Ουκρανία που έχει ενεργό συμμετοχή σε αρκετά πειράματα και άλλες δραστηριότητες του Οργανισμού), ενώ η Ρωσία όπως και οι ΗΠΑ έχουν καθεστώς απλώς παρατηρητή. Παρόλα αυτά εκτιμάται ότι οι Ρώσοι επιστήμονες αποτελούν περίπου το 8% του προσωπικού του CERN (1.000 από τους συνολικά 12.000), σύμφωνα με το περιοδικό “Science”.
Το Συμβούλιο του CERN ανταποκρίθηκε θετικά στο ουκρανικό αίτημα και, μετά τη συνεδρίαση του στις 8 Μαρτίου, ανακοίνωσε ότι “τα 23 μέλη κράτη του CERN καταδικάζουν, με τον πιο έντονο τρόπο, τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία από τη Ρωσική Ομοσπονδία και εκφράζουν τη θλίψη τους για την προκαλούμενη απώλεια ζωών και τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις, καθώς επίσης την εμπλοκή της Λευκορωσίας σε αυτή την παράνομη χρήση δύναμης εναντίον της Ουκρανίας”. Κάνει επίσης λόγο για “ευρείες και τραγικές συνέπειες της επιθετικότητας”.
Γι’ αυτό το λόγο, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι “το CERN θα προωθήσει πρωτοβουλίες για να υποστηρίξει τη συνεργασία με Ουκρανούς επιστήμονες και την ουκρανική επιστημονική δραστηριότητα στο πεδίο της φυσικής υψηλών ενεργειών. Το καθεστώς παρατηρητή της Ρωσικής Ομοσπονδίας αίρεται μέχρι νεωτέρας ανακοίνωσης. Το CERN δεν θα συμμετέχει σε νέες συνεργασίες με τη Ρωσική Ομοσπονδία και τους θεσμούς της μέχρι νεωτέρας ανακοίνωσης”.
Επίσης το Συμβούλιο του CERN δήλωσε ότι θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις και είναι έτοιμο να πάρει και άλλα μέτρα αν κριθεί, ενώ παράλληλα θα συμμορφωθεί με όλες τις διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Επίσης “εκφράζει την υποστήριξη του στα πολλά μέλη της ρωσικής επιστημονικής κοινότητας του CERN που καταδικάζουν την επέμβαση”. Τέλος, τονίζει ότι “το CERN δημιουργήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να φέρει τα κράτη και τους λαούς μαζί, με στόχο την ειρηνική επιδίωξη της επιστήμης: αυτή η επιθετικότητα έρχεται σε αντίθεση με οτιδήποτε αντιπροσωπεύει ο Οργανισμός. Το CERN θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις κεντρικές αξίες της διασυνοριακής επιστημονικής συνεργασίας ως μοχλό για την ειρήνη”.
Σημειωτέον ότι το CERN δεν είχε διώξει τους εργαζόμενους σε αυτό Ρώσους επιστήμονες ούτε μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 ούτε στο Αφγανιστάν το 1979 και ούτε φαίνεται πρόθυμο να το κάνει τώρα λόγω Ουκρανίας.
Η σκληρή και η ήπια στάση κατά της Ρωσίας
Πέρα από το CERN, ενώπιον διλημμάτων βρίσκονται πολλοί Δυτικοί επιστήμονες και επιστημονικοί φορείς, καθώς έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στο να τηρήσουν την παραδοσιακή επιστημονική ουδετερότητα και να καταδικάσουν τη ρωσική εισβολή κόβοντας αναπόφευκτα τους δεσμούς τους με τους Ρώσους συναδέλφους τους – με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό σε διάφορα εξελισσόμενα επιστημονικά προγράμματα.
Το αμερικανικό Πανεπιστήμιο ΜΙΤ έλυσε τη συνεργασία του με το αγγλόφωνο ρωσικό Ινστιτούτο Επιστήμης και Τεχνολογίας Σκόλκοβο (Skoltech) στα περίχωρα της Μόσχας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέστειλε τη συμμετοχή της Ρωσίας στο νέο Πρόγραμμα της ΕΕ για την Έρευνα “Ορίζων Ευρώπη”, ενώ τα εθνικά συμβούλια ερευνών σε μεγάλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία κ.α.) πάγωσαν τις συνεργασίες τους με τη Ρωσία. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) καταδίκασε τη ρωσική εισβολή και η ευρωρωσική αποστολή ExoMars που ήταν να εκτοξευθεί φέτος για τον ‘Αρη, είναι πια “πολύ απίθανη”, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση.
“Γιατί θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις επιστημονικές ανταλλαγές ως κάτι διαφορετικό από τα παιγνίδια ποδοσφαίρου του Τσάμπιον Λονγκ, τις παραστάσεις μπαλέτου, τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και τα επενδυτικά σχέδια, τα οποία όλα έχουν ακυρωθεί τις τελευταίες μέρες;”, αναρωτήθηκε ο ‘Αλφρεντ Γουάτκινς, πρόεδρος του οργανισμού Global Solutions Summit και πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ειδικός σε προγράμματα επιστημονικής συνεργασίας με τη Ρωσία και την Ουκρανία.
‘Αλλοι επιστημονικοί οργανισμοί έχουν αντισταθεί σε αυτή τη λογική, την οποία θεωρούν “πολιτικό ναρκοπέδιο”. Η Διεθνής Αστρονομική Ένωση (ΔΑΕ) π.χ. απέρριψε έκκληση Ουκρανών αστρονόμων να απαγορεύσει τους Ρώσους αστρονόμους από τις δραστηριότητες της. “Αυτό σίγουρα θα ήταν μια πολιτική δήλωση, κάτι που η ΔΑΕ δεν κάνει. Η ΔΑΕ ιδρύθηκε αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να φέρει κοντά τους επιστήμονες, συνεπώς δεν επιθυμούμε να τους διαχωρίσουμε αποφασίζοντας ποιούς θα υποστηρίξουμε με βάση το τι κάνουν οι κυβερνήσεις τους”, δήλωσε η πρόεδρος της ΔΑΕ Ντέμπρα Έλμεργκριν.
Αλλά και ο Διεθνής Θερμοπυρηνικός Αντιδραστήρας (ITER), που βρίσκεται υπό κατασκευή στη νότια Γαλλία με σημαντική ρωσική συμβολή, δεν σχεδιάζει να αποπέμψει τη Ρωσία από πλήρες μέλος του. “Ο ITER είναι παιδί του Ψυχρού Πολέμου και σκοπίμως είναι ουδέτερος”, δήλωσε εκπρόσωπος του.
Το συντονιστικό όργανο των βρετανικών πανεπιστημίων δήλωσε ότι “δεν υποστηρίζει ένα γενικευμένο μποϊκοτάζ” των μελών του με τη Ρωσίαμ, παρά τις πιέσεις Ουκρανών επιστημόνων για πιο αυστηρή στάση. Από την άλλη, πολλά ερευνητικά εργαστήρια και ινστιτούτα στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού δηλώνουν πρόθυμα να ανοίξουν τις πόρτες τους σε Ουκρανούς ερευνητές – όσους δεν έχουν μείνει για να πολεμήσουν – οι οποίοι διαφεύγουν ως πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες στη χώρα τους.
Το Διεθνές Συμβούλιο Επιστήμης (ISC), ένας μη κυβερνητικός οργανισμός που προωθεί την επιστήμη “ως παγκόσμιο δημόσιο αγαθό”, καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά δεν διακόπτει σχέσεις με τη Ρωσία, καθώς, όπως ανακοίνωσε, “η απομόνωση και ο αποκλεισμός σημαντικών επιστημονικών κοινοτήτων είναι επιζήμιος για όλους”.
Ερωτηματικό αποτελεί τι θα γίνει με τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, που βασίζεται πολύ στη συμβολή της Ρωσίας και κατά πόσο θα σημειωθεί ρήξη τέτοια που να επιταχύνει τη “συνταξιοδότηση” του σταθμού πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία του 2031.