Μπορεί στην Ελλάδα και ειδικότερα στην ανατολική Μακεδονία να μην έζησαν ποτέ δεινόσαυροι, ωστόσο πριν από 7.000.000 χρόνια υπήρχαν αγκυλοθήρια, μαστόδοντες, καμηλοπαρδάλεις, ιππάρια, γαζέλες, αγριόχοιροι που μαζί με μαχαιρόδοντες, ρινόκερους και άλλα προϊστορικά ζώα περιπλανιόνταν ελεύθερα σε μια σαβάνα στην περιοχή του σημερινού Σιδηροκάστρου Σερρών και αποτελούσαν τα κυριότερα ζωϊκά είδη πανίδας.
Αν αυτή η περιγραφή φαντάζει σήμερα απίστευτη και σίγουρα πάρα πολύ μακρινή, αλλά αρκεί μια επίσκεψη στο μουσείο φυσικής ιστορίας του δήμου Σιντικής και την παλαιοντολογική έκθεση Θερμοπηγής, που στεγάζεται στο πρώην δημοτικό σχολείο, για να αντιληφθεί και ο πιο δύσπιστος ότι η περιοχή αποτελεί επίκεντρο σημαντικής παλαιοντολογικής έρευνας και μελέτης στον ελλαδικό χώρο.
Αν και πρόκειται για ένα μικρό μουσείο που ξεκίνησε να λειτουργεί μόλις το 2001 και θεσμοθετήθηκε το 2004, εντούτοις, αποτελεί μια κυψέλη πολύτιμων πληροφοριών για την προϊστορία της περιοχής η οποία παραμένει ακόμα άγνωστη στους περισσότερους. Και ίσως να παρέμενε για πολλά χρόνια στο σκοτάδι, αν ένα εντελώς τυχαίο γεγονός, το καλοκαίρι του 1997, δεν άνοιγε το δρόμο για την ανακάλυψη σημαντικών απολιθωμάτων που επρόκειτο να ρίξουν φως στην πλούσια προϊστορική ζωή της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας.
Ήταν τότε που ο σιδηροδρομικός, Γιώργος Τομπουλίδης, παρατήρησε απολιθωμένα οστά ζώων σε ένα μονοπάτι, στη θέση Πευκάκια της Θερμοπηγής. Ένα χρόνο μετά, το 1998, έφερε ένα δείγμα στο ΑΠΘ. Η τυχαία συνάντησή του με την παλαιοντολόγο, Δρ. Ευαγγελία Τσουκαλά και η μελέτη που ακλούθησε από την ίδια, έδειξε πως επρόκειτο για ένα απολίθωμα προϊστορικής καμηλοπαρδάλης που παρουσίαζε μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον.
Η σπουδαιότητα του απολιθώματος του αγκυλοθήριου
Η Δρ. Ευαγγελία Τσουκαλά, επισκέφθηκε αμέσως την περιοχή με τους συνεργάτες της και χάρη στην τότε νομαρχία Σερρών και το δήμο Σιδηροκάστρου, που διέθεσαν τους απαραίτητους πόρους, ξεκίνησαν οι πρώτες ανασκαφές που έφεραν στο φως αφθονία απολιθωμάτων.
Όπως τονίζει σήμερα η ίδια, μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, «βρέθηκαν περίπου 2.500 απολιθώματα από τα οποία έχουν καταγραφεί περί τα 2.300. Στο μουσείο εκτίθεται ένας πολύ περιορισμένος αριθμός, ενώ ορισμένα φυλάσσονται σε ντουλάπια. Ο χώρος βέβαια είναι πολύ μικρός για να τα φιλοξενήσει όλα και να αναδείξει τον πλούτο που αποκαλύφθηκε ώστε μικροί και μεγάλοι να ενημερωθούν για την προϊστορία της περιοχής και να την κατανοήσουν. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη των απολιθωμάτων που βρέθηκαν συνεχίζεται λόγω του μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος και της μοναδικότητας ορισμένων προϊστορικών ειδών. Δυστυχώς, οι παλαιοντολογικές έρευνες και οι ανασκαφές σταμάτησαν γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον από την αυτοδιοίκηση, την περιφέρεια, το κράτος. Δεν δίνονται πόροι, δεν υπάρχει σχεδιασμός όχι μόνο να γίνουν νέες ανασκαφές στην περιοχή αλλά να αναδεχθεί η προϊστορία της και να αποτελέσει ένα μοχλό τουριστικής και οικονομικής ανάπτυξης».
Όπως τονίζει η κ. Τσουκαλά, το σημαντικότερο από όλα τα ευρήματα μέχρι τώρα «είναι το παγκοσμίως καλύτερα διατηρημένο κρανίο του αγκυλοθήριου. Τα αγκυλοθήρια είναι εξαφανισμένα περισσοδάκτυλα (συγγενικά με τα άλογα, τους ρινόκερους και τους τάπιρους), τα οποία ήταν φυτοφάγα ζώα, με γαμψές οπλές στα δάκτυλα που σχημάτιζαν «γάντζους». Η παλαιοντολογική σκαπάνη των ανασκαφών του 2002 έφερε στο φως ένα πλήρες κρανίο σε εξαιρετικά καλή κατάσταση διατήρησης, το οποίο έδωσε τη δυνατότητα να μελετηθούν ανατομικά γνωρίσματα του είδους, άγνωστα μέχρι την ανακάλυψή του.
«Πρόκειται για ένα εύρημα», συνεχίζει η καθηγήτρια παλαιοντολογίας του ΑΠΘ, «που ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει τη σπουδαιότητά του. Ξέρετε, στην Ελλάδα, δεν είχαμε ποτέ δεινόσαυρους. Αυτοί έζησαν πριν 60.000.000 χρόνια, τότε ο ελλαδικός χώρος ήταν ακόμα βυθός. Είχαμε όμως αγκυλοθηρία που ήταν εντυπωσιακά προϊστορικά φυτοφάγα ζώα και το ύψος τους έφτανε τα δύο μέτρα. Δεν έχουμε ανάγκη τους δεινόσαυρους για να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον του κόσμου και κυρίως των παιδιών. Πρέπει και μπορούμε να δώσουμε βαρύτητα στην εξέλιξη και ανάδειξη της παλαιοπανίδας στην Ελλάδα που είναι ιδιαίτερα σημαντική».
Μια σαβάνα με πολύ νερό και θερμό κλίμα
Πέρα από το αγκυλοθηρίο οι ανασκαφές, που έγιναν από το 1998 μέχρι το 2015 (οι τρεις τελευταίες φάσεις – 2011, 2013, 2015 – πραγματοποιήθηκαν με τη συνδρομή του ινστιτούτου παλαιοντολογίας του πανεπιστημίου της Βιέννης, στο πλαίσιο εκπαίδευσης αυστριακών φοιτητών, προσδιορίστηκαν, επίσης, ιππάρια (κοντόσωμα άλογα με τρία δάκτυλα στα πόδια τους σε αντίθεση με τα σημερινά που είναι ψηλότερα και με ένα δάκτυλο), ρινόκεροι, μαστόδοντες (προϊστορικοί ελέφαντες), καμηλοπαρδάλεις, γαζέλες, αντιλόπες, αγριόχοιροι, μεγάλα σαρκοφάγα (μαχαιρόδοντες, ύαινες) ηλικίας μεταξύ 5 και 7.000.000 ετών.
«Από τη μελέτη των απολιθωμάτων», σημειώνει η κ. Τσουκαλά, «εξήχθησαν γενικότερα συμπεράσματα για το παλαιοπεριβάλλον και το παλαιοκλίμα της περιοχής. Το τοπίο φαίνεται να ήταν ανοικτό, τύπου σαβάνας, ενώ το κλίμα ήταν γενικά θερμό και κυμαινόταν από υγρό έως ξηρό. Σίγουρα στην περιοχή υπήρχε πολύ νερό και βλάστηση γιατί τα μεγαλύτερα ζώα (προβοσκιδωτά, ρινόκεροι κ.α.), λόγω του μεγέθους τους, χρειάζονταν για τις ανάγκες επιβίωσής τους σε ημερησία βάση πολλά λίτρα νερού και πολλά κιλά φυτικής τροφής. Τα ζώα αυτά από κάποια αιτία, μετά το θάνατό τους, με την ενέργεια του νερού συγκεντρώθηκαν σε μία κοιλότητα μέσα στο έδαφος, σκεπάστηκαν από κατάλληλο ίζημα, όπου σε σπάνιες ιδανικές συνθήκες μετατράπηκαν σε απολιθώματα κι έτσι διατηρήθηκαν».
Η παλαιοντολογική έκθεση Θερμοπηγής, παρά τη μοναδικότητα που τη διακρίνει, δεν τυγχάνει επισκεψιμότητας. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο υπεύθυνος του μουσείου φυσικής ιστορίας του δήμου Σιντικής, Πέτρος Στάϊκος, «καταβάλλεται προσπάθεια από τη δημοτική επιχείρηση που έχει την ευθύνη λειτουργίας της να βελτιωθούν οι υποδομές και να γίνει περισσότερο γνωστή. Εκτός από την έκθεση με τα απολιθώματα, το μουσείο εμπλουτίστηκε επίσης με δωρεές από διάφορες συλλογές απολιθωμένων ασπόνδυλων ζωών, ψαριών, φυτών και ορυκτών από τη γύρω περιοχή».
Το μουσείο σήμερα αναγνωρίζεται ως Περιφερειακή Μονάδα του Μουσείου Γεωλογίας – Παλαιοντολογίας – Παλαιοανθρωπολογίας του ΑΠΘ και εκτός από την κοινωνική προσφορά του, αποτελεί εργαστήρι τόσο για ερευνητικούς, όσο για εκπαιδευτικούς σκοπούς.