Οι κυβερνήσεις δεν χρησιμοποιούν επαρκώς την φορολόγηση ως εργαλείο περιορισμού των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη χρήση ενέργειας, γεγονός που έχει αρνητική επίδραση και στα έσοδά τους, θεωρεί ο ΟΟΣΑ.
Σε πρόσφατη ανάλυσή του, ο οργανισμός τονίζει ότι οι φόροι στην ενέργεια αποτελούν ένα διαφανές πολιτικό εργαλείο και είναι ο πιο αποδοικός τρόπος για την συγκράτηση των αρνητικών επιπτώσεων της κατανάλωσης ενέργειας, όπως για παράδειγμα οι ρύποι.
«Οι υφιστάμενοι φόροι στην ενέργεια είναι χαμηλοί και ασύνδετοι», παρατηρεί ο γ.γ., Άνγκελ Γκουρία. «Η φορολογική πολιτική δεν χρησιμοποιείται επαρκώς για να περιορίσει τις αρνητικές συνέπειες για την υγεία και για τη ρύπανση. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια», πρόσθεσε.
Η νέα ανάλυση έλαβε υπόψη την κατάσταση σε 34 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και 7 χώρες του G20 (Αργεντινή, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Ρωσία και Νότια Αφρική). Αναλύει τη φορολογία ως φόρο ανά μονάδα ενέργειας και ανά μονάδα ρύπων για τις διάφορες ενεργειακές πηγές.
Η μέση φορολογία στις 41 αυτές χώρες είναι 14,8 ευρώ ανά τόνο CO2, δηλαδή πολύ χαμηλότερη από το κοινωνικό κόστος των ρύπων που εκτιμάται σε 30 ευρώ ανά τόνο. Οι φόροι κυμαίνονται από 0 ευρώ έως 107,3 ευρώ ανά τόνο. Βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα στην περίπτωση των πιο ρυπογόνων καυσίμων, καθώς στον άνθρακα ανέρχονται μόλις σε 2 ευρώ ανά τόνο. Στα πετρελαιοειδή είναι 49 ευρώ ανά τόνο, όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ.