Με κέρδη έκλεισε τη συνεδρίαση της Πέμπτης ο χρυσός, ανακτώντας τις απώλειες που τον οδήγησαν στην προηγούμενη συνεδρίαση σε χαμηλό εβδομάδας.
Το πολύτιμο μέταλλο βρήκε υποστήριξη από την αδυναμία του δολαρίου των ΗΠΑ, μετά τα στοιχεία που έδειξαν ότι ο αριθμός των ανθρώπων που υπέβαλαν για πρώτη φορά αίτηση για επίδομα ανεργίας στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα άγγιξε υψηλό σχεδόν δύο ετών.
Ο χρυσός παράδοσης Αυγούστου κέρδισε 22,50 δολ. ή 1,2%, στα 1.980,90 δολ. ανά ουγγιά, έχοντας χάσει την Τετάρτη επίσης 1,2%.
Το ασήμι Ιουλίου κέρδισε 73,1 σεντς ή 3,1%, στα 24,26 δολ. ανά ουγγιά.
Η πλατίνα Ιουλίου έχασε 0,5%, στα 1.019,20 δολ, ανά ουγγιά, ενώ το παλλάδιο Σεπτεμβρίου υποχώρησε επίσης 0,5%, στα 1.381 δολ. ανά ουγγιά.
Ο χαλκός Ιουλίου κέρδισε 0,5%, στα 3,774 δολ. η λίβρα.
Οι αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας αυξήθηκαν κατά 28,000, στις 261.000 για την εβδομάδα που τελείωσε στις 3 Ιουνίου.
Ο δείκτης ICE U.S. Dollar υποχώρησε μετά την ανακοίνωση των στοιχείων κατά 0,6% στις 103,51 μονάδες, αυξάνοντας τη θελκτικότητα του αποτιμώμενου στο νόμισμα των ΗΠΑ χρυσού.
Η αύξηση των αιτήσεων για επιδόματα ανεργίας δίνει μεγαλύτερη ώθηση στην πιθανότητα η Federal Reserve να μην αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια στη συνεδρίασή της την επόμενη εβδομάδα.
“Η προσδοκία ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα κάνει παύση στην αύξηση επιτοκίων αυξάνεται”, ανέφερε ο Rupert Rowling, αναλυτής αγοράς στην Kinesis Money, σε σχόλιό του. Ωστόσο, όπως προσθέτει, επενδυτές και traders είναι εξαιρετικά διστακτικοί να δεσμεύσουν κεφάλαια μέχρι αυτό να αποδειχθεί ακριβές”.
“Το γεγονός ότι ο χρυσός συνεχίζει να διαπραγματεύεται σε τόσο υψηλά επίπεδα, που αν και μπορεί να είναι περίπου 100 δολάρια χαμηλότερα από την κορύφωση του χρυσού στις αρχές Μαΐου, εξακολουθεί να βρίσκεται εντός ενός εύρους τιμών που έχουμε δει μόνο λίγες φορές στη μακρά ιστορία των συναλλαγών του πολύτιμου μετάλλου, αντανακλά την εύθραυστη κατάσταση της εμπιστοσύνη στην αγορά”, σημείωσε.
Προέβλεψε δε ότι ο χρυσός θα κατρακυλήσει αργά αλλά σταθερά εντός των επόμενων εβδομάδων και μηνών, “ως βαρόμετρο της πραγματικής εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας”.