Στο πεδίο του εξαγωγικού ανταγωνισμού δεν υπάρχει η πολυτέλεια του εφησυχασμού και της συνέχισης των μέχρι σήμερα δοκιμασμένων πρακτικών, αλλά προβάλει αδήριτη αναγκαιότητα καλλιέργειας μιας νέας κουλτούρας ικανής να προσδώσει δυναμική, ώστε να ανοίξει την «βεντάλια» των εξαγώγιμων προϊόντων με κύριο συστατικό της την εξωστρέφεια που πρέπει, σε επίπεδο επιχειρήσεων να αναχθεί σε εθνική προτεραιότητα.
Σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο οικονομικά περιβάλλον διεθνώς, εξ αιτίας και των γεωπολιτικών κρίσεων, και όχι μόνο, η επαναχάραξη της εξαγωγικής πολιτικής της χώρας πρέπει να εμπεριέχει τα στοιχεία της ελαστικότητας, αλλά και προσαρμοστικότητας στα νέα δεδομένα και τις απαιτήσεις των χωρών-στόχων. Ταυτόχρονα θα πρέπει να αξιοποιηθεί ο όγκος των πληροφοριών για τις «εισαγωγικές ανάγκες» άλλων χωρών, αλλά και των πληροφοριών εκείνων που αποκαλύπτουν τα κενά στα οποία στοχεύει ο ανταγωνισμός για να κερδίσει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Η έγκαιρη πληροφόρηση και κυρίως η ορθή πληροφόρηση έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί το κλειδί της ανταγωνιστικότητας για όλες τις δραστηριότητες.
Πρέπει λοιπόν να δούμε που «πάσχουμε» ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που μας λείπουν και να καταγράψουμε ποια στοιχεία χρησιμοποιεί καλύτερα ο ανταγωνισμός. Πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε αόριστα για αύξηση των εξαγωγών αν δεν προσδιορίσουμε τώρα εκείνο το πλαίσιο που θα δώσει τη δέουσα ώθηση, αλλά και θα μπορεί να απαντήσει στις μελλοντικές προκλήσεις. Και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η θωράκιση και ενίσχυση της ανθεκτικότητας της μεταποιητικής βιομηχανίας αποτελεί επιτακτική ανάγκη και μονόδρομο για τη διασφάλιση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Η προς τα κάτω συμπίεση του κόστους παραγωγής γίνεται από όλους αντιληπτό ότι συμβάλει στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τελικού προϊόντος άρα και της θέσης του στις διεθνείς αγορές. Όμως η συμπίεση αυτή περνά από τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν στο πεδίο της ενέργειας ώστε να επιτευχθεί η μείωση του κόστους παραγωγής. Η ενεργειακή κρίση, απότοκη των γεωπολιτικών εντάσεων, κατέδειξε τη σημασία του ενεργειακού κόστους, αλλά και εκείνη για επενδύσεις σε ΑΠΕ και συστήματα αποθήκευσης ενέργειας.
Η επαναχάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας πρώτων υλών, ελέω των γεωπολιτικών εντάσεων με τη διώρυγα του Σουέζ, επί της ουσίας «κλειστή», αλλά και των αρρυθμιών στις διελεύσεις πλοίων στη διώρυγα του Παναμά, λόγω της κλιματικής αλλαγής, επιτάσσει την «αλλαγή πλεύσης» αφενός για την διασφάλιση των πρώτων υλών και αφετέρου για την ανάκτηση πρώτων υλών μέσα από διαδικασίες ανακύκλωσης. Επισημαίνω ότι το ΕΒΕΠ έχει προτείνει, με αφορμή και την αναζωογονηθείσα ναυπηγική βιομηχανία της χώρας, την ανάπτυξη και λειτουργία «πράσινου» διαλυτηρίου πλοίων με στόχο όχι μόνο την ανάκτηση ναυπηγικού χάλυβα, αλλά και καθαιρόμενων υλικών από τα πλοία τα οποία μπορεί να εξαχθούν. Η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία με την παγκόσμια εμβέλεια που διαθέτει πλέον μπορεί να μας δώσει την δυνατότητα να κάνουμε «εξαγωγές στην αυλή μας». Αλλά και εκεί βασική προϋπόθεση είναι η βιομηχανία αυτή να κινηθεί με ευρωπαϊκούς ανταγωνιστικούς όρους και προϋποθέσεις ώστε να μην χαθεί εν τη γενέσει της η δυναμική αυτής της επανεκκίνησης και άρα της ανταγωνιστικότητας όχι μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και σε παγκόσμιο. Το Ε.Β.Ε.Π. ζήτησε από την Α.Α.Δ.Ε να προσθέσει στα 14 κεφάλαια του πολύ χρήσιμου εγχειριδίου-οδηγού εξαγωγών ακόμα δύο, αυτά του εφοδιασμού κρουαζιερόπλοιων και ναυπηγείων.
Κατά συνέπεια είναι απαραίτητο ένα πλαίσιο εξωστρεφούς πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθεί για την καλλιέργεια εξαγωγικού προσανατολισμού. Η εξαγωγική κουλτούρα, για μία σειρά λόγους που σχετίζονται με το περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας, δεν καλλιεργήθηκε όσο θα έπρεπε. Ούτε εμπεδώθηκαν, στο βαθμό που θα έπρεπε, στις διεθνείς αγορές τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών προϊόντων, ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και αντίστοιχα η παραγωγή τους. Σήμερα, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η καινοτομία και η υψηλή ποιότητα είναι στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν οριζόντια το σύνολο της εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Εξωστρέφεια, ποιότητα και καινοτομία είναι τα «όπλα στη μάχη» των εξαγωγών. Ένα καλό ελληνικό προϊόν μπορεί να «κουμπώσει» με ένα άλλο προϊόν και να δημιουργηθεί μια νέα υπεραξία. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε «μονοδιάστατα» στις εξαγωγές. Η πρόσβαση σε διεθνείς σύγχρονες πρακτικές διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών μας και οφείλουμε να επεκταθούμε σε ξένες αγορές και να σφυρηλατήσουμε νέες εμπορικές σχέσεις. Η πραγματοποίηση αυτού του στόχου αποτελεί μονόδρομο ανάπτυξης και απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες, υπομονή, επιμονή, συνέπεια και, κυρίως, καλή γνώση του μεταβαλλόμενου οικονομικού περιβάλλοντος, τόσο στη χώρα μας, όσο και σε άλλες χώρες.
Τα Επιμελητήρια οφείλουν και μπορούν να απαλείψουν τα «φοβικά σύνδρομα» τα οποία ενδεχομένως υπάρχουν και λειτουργούν ανασχετικά στη διάθεση συνεργασίας, κυρίως με εκτός Ελλάδος «ξένες» επιχειρήσεις, για την από κοινού ανάπτυξη εξαγωγικών δράσεων. Η Επιμελητηριακή κοινότητα σε συνεργασία με το Enterprise Greece μπορούν να αξιοποιήσουν την εμπειρία που διαθέτουν και να δώσουν έναν νέο βηματισμό στις εξαγωγές σε τρίτες χώρες. Αυτή η εμπειρία είναι πολύτιμη για την επιχειρηματικότητα, εάν βεβαίως αξιοποιηθεί σωστά και άμεσα, ώστε σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εξωστρέφεια της οικονομίας να ενδυναμώσει και να καθιερώσει τις ελληνικές εξαγωγές.
Οι εναλλαγές της παγκοσμιοποίησης επιβάλει στην επιχειρηματική κουλτούρα να ενυπάρχουν εξαγωγικές δραστηριότητες. Τα ελληνικά προϊόντα δεν στερούνται ποιοτικών χαρακτηριστικών σε σύγκριση με ομοειδή ανταγωνιστικά τους, ενώ σε πολλές των περιπτώσεων, είναι και υπέρτερα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα πρέπει να καταστήσουν ορατή την παρουσία τους στο διαδίκτυο και τις ψηφιακές πλατφόρμες, παρουσιάζοντας τις δυνατότητες και τα προϊόντα τους, μη φοβούμενες να «εκτεθούν» σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η ψηφιοποίηση είναι ο βασικό στοιχείο του εξαγωγικού πυλώνα στον οποίο θα πρέπει να στηριχθεί η ελληνική επιχείρηση. Οι εξαγωγές έκαναν το 2022 ιστορικό ρεκόρ στα 54,7 δις ευρώ με την αναλογία ως προς το ΑΕΠ να φτάνει στο 49%. Αυτό συνέβη λόγω της αύξησης των πωλήσεων ελληνικών προϊόντων, λόγω της ανοδικής πορείας του τουρισμού, αλλά και λόγω της κατακόρυφης αύξησης των τιμών ενέργειας. Το 2023 εξέλιπαν οι αυξημένες τιμές ενέργειας, ενώ προς το τέλος του έτους άρχισαν να περιορίζονται οι εξαγωγές προϊόντων, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν 8,7% στα 50,9 δις ευρώ και με την αναλογία στο 45%, που παρά ταύτα ήταν η δεύτερη καλύτερη επίδοση των τελευταίων 30 ετών. Τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού και η ανησυχία για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας θα είναι το βαρόμετρο για την πορεία των εξαγωγών αναλογικά με το ΑΕΠ και μένει να δούμε τι θα γίνει όλο το 2024.