Σχεδόν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι, αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις νερού τουλάχιστον για ένα μήνα κάθε χρόνο, σύμφωνα με μια νέα ολλανδική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη που έγινε από ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ‘Αριεν Χέκστρα του ολλανδικού Πανεπιστημίου του Τβέντε, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», δείχνει ότι το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι σοβαρότερο από ό,τι είχαν δείξει οι προηγούμενες μελέτες, οι οποίες εκτιμούσαν ότι αφορά 1,7 έως 3,1 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Οι προηγούμενες εκτιμήσεις γίνονταν σε ετήσια βάση, ενώ η νέα μελέτη εξειδικεύει σε μηνιαία βάση.
Γύρω στα 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν αρκετό νερό για τουλάχιστον το μισό έτος. Περίπου 500 εκατομμύρια ζουν σε περιοχές, όπου η κατανάλωση νερού είναι διπλάσια από ό,τι η αναπλήρωση του γλυκού νερού μέσω των βροχών.
Από τα τέσσερα δισεκατομμύρια, τα δύο δισεκατομμύρια που βρίσκονται αντιμέτωπα με περιοδικές ελλείψεις νερού, ζουν στην Κίνα και στην Ινδία, στις δύο πολυπληθέστερες χώρες της Γης. Όμως δεν πρόκειται για πρόβλημα μόνο των φτωχών και αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς ελλείψεις νερού σημειώνονται ακόμα και στις ΗΠΑ, σε πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, το Τέξας και η Φλόριντα. Η Αυστραλία και η Νότια Ευρώπη -συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας- ανήκουν επίσης στα ανεπτυγμένα μέρη με περιοδική κατά τόπους λειψυδρία.
Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η βελτίωση του επιπέδου ζωής, η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών και η επέκταση της αρδευόμενης γεωργίας είναι οι κύριες αιτίες για τη διαρκή αύξηση της ζήτησης νερού διεθνώς. Το αποτέλεσμα είναι να αναμένεται επιδείνωση του προβλήματος μελλοντικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, π.χ. αύξηση μεταναστεύσεων και προσφύγων.
Το πρόβλημα της λειψυδρίας αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τους επιστήμονες, καθώς η ζήτηση και η προσφορά νερού ποικίλουν συνεχώς ανάλογα με την εποχή και την τοποθεσία. Η Υεμένη μπορεί να ξεμείνει από νερό σε λίγα χρόνια, ενώ για αρκετές άλλες χώρες (Πακιστάν, Ιράν, Μεξικό, Σ.Αραβία κ.α.) χτυπάει καμπανάκι κινδύνου, καθώς ο υδροφόρος ορίζοντάς τους συνεχώς πέφτει. Η μελέτη προειδοποιεί ότι ακόμη και στο Λονδίνο η κατανάλωση νερού δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη στα τρέχοντα επίπεδα.
Η έρευνα επισημαίνει ότι όσον αφορά το προσωπικό «αποτύπωμα νερού» κάθε ανθρώπου, μόνο ένα ποσοστό 1% έως 4% αφορά την οικιακή κατανάλωση (π.χ. πόση ώρα κάνει ντους). Αντίθετα, το 25% του ατομικού αποτυπώματος αφορά την κατανάλωση κρέατος, καθώς χρειάζονται πάνω από 15.000 λίτρα νερού για να παραχθεί ένα κιλό κρέατος (σχεδόν όλο αυτό το νερό διοχετεύεται στην άρδευση των καλλιεργειών που παράγουν τις ζωοτροφές). Έτσι, αν κανείς τρώει περισσότερο ψάρι και λιγότερο κρέας, βοηθά σημαντικά στη μάχη κατά της λειψυδρίας.
Τέλος, ο καθηγητής ‘Αριεν Χέκστρα που έκανε και την σχετική έρευνα δήλωσε ότι τα ευρήματά τους μπορούν να αξιοποιηθούν από κυβερνήσεις και εταιρείες (ύδρευσης κ.α.), για να βελτιώσουν τη στρατηγική τους σε σχέση με τη διαχείριση του γλυκού νερού, το οποίο αναδεικνύεται σταδιακά στο Νο 1 κίνδυνο για την ανθρωπότητα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.