Η εκλογική διαδικασία της Κυριακής και το αποτέλεσμα που δείχνει ακροδεξιά τάση, τουλάχιστον στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, θα επιφέρουν επιπτώσεις και στην ενεργειακή πολιτική που θα ακολουθήσει η Ευρώπη την επόμενη πενταετία.
Παρότι η ατζέντα 2019-2024 περιείχε κλιματικούς στόχους ως προτεραιότητα και συγκεκριμένες πρακτικές για την οικοδόμηση μιας «κλιματικά ουδέτερης, πράσινης, δίκαιης και κοινωνικής Ευρώπης», ο στόχος αυτός ως φαίνεται έχει αφαιρεθεί από την στρατηγική της ΕΕ για τα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα με προσχέδιο που διέρρευσε.
Με συνέπεια η δράση για το κλίμα να παίρνει τη μορφή της απλής προσαρμογής και παράλληλα μίας παθητικής έκκλησης για «προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας για να συνοδεύσει την Ευρώπη προς την κλιματική ουδετερότητα».
Από την άλλη πλευρά η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που είχε καταστήσει την Πράσινη Συμφωνία εκ των κυριότερων επιτευγμάτων της απερχόμενης θητείας της, δεν την συμπεριέλαβε καθόλου στην παρούσα προεκλογική της εκστρατεία, υπό την πίεση των συναδέλφων της στο ΕΛΚ που εξεγέρθηκαν ουκ ολίγες φορές απέναντι σε κάποιες από τις προβλέψεις και τις προειδοποιήσεις της.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Ένωση την ερχόμενη πενταετία θα δώσει προτεραιότητα στη δημιουργία μιας Ενεργειακής Ένωσης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της βιομηχανίας ενέργειας και όχι τόσο στην επίτευξη των κλιματικών στόχων, που με τόσο πάθος κυνηγούν οι Πράσινοι, οι οποίοι ωστόσο θα παρουσιάσουν απώλειες στις επικείμενες ευρωεκλογές, ενώ ο Σοσιαλδημοκράτης αρχιτέκτονας της Πράσινης Συμφωνίας Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φραντς Τίμερμαν όχι μόνο παραιτήθηκε, αλλά ήταν και ο ηττημένος των εκλογών στην Ολλανδία.
Είναι ενδεικτικό ότι στο τελευταίο συμβούλιο υπουργών πριν από τις ευρωεκλογές, στις 30 Μαΐου, οι υπουργοί Ενέργειας της ΕΕ αρκέστηκαν να εξετάσουν πώς η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία μπορεί να βοηθήσει στη μετατροπή της ΕΕ σε μια σύγχρονη, αποδοτική από πλευράς πόρων και ανταγωνιστική οικονομία, αφήνοντας ωστόσο σε εκκρεμότητα τους κλιματικούς στόχους και μάλιστα με την κλιματική κρίση να δείχνει έντονα τα σημάδια της.
Εκτός από την ανάπτυξη των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, συζήτησαν πρόσθετα βήματα προς μια γνήσια Ενεργειακή Ένωση, όπως ζητήθηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17-18ης Απριλίου 2024, προκειμένου να επιδιωχθεί η ευρωπαϊκή ενεργειακή κυριαρχία και η κλιματική ουδετερότητα.
Οι διαφωνίες και τα μπλοκ της ενεργειακής πολιτικής
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα κράτη-μέλη εμφανίζονται διαιρεμένα στο θέμα της ενεργειακής κατεύθυνσης που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρώπη. Μία ομάδα τάσσεται υπέρ της χρηματοδότησης της πυρηνικής ενέργειας και έτερη, στην οποία ανήκει και η Ελλάδα, να τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Oι διαφωνίες μεταξύ των 27 κρατών σχετικά με την πυρηνική ενέργεια καθυστερούν τη χάραξη πολιτικού σχεδίου.
Συγκεκριμένα, μια ομάδα 13 χωρών της ΕΕ υπό την ηγεσία της Γαλλίας ζητάει ισχυρότερες πολιτικές της ΕΕ για την πυρηνική ενέργεια, τονίζοντας ότι η πρόσφατη αναγνώριση από τις Βρυξέλλες της σημασίας της πυρηνικής ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα πρέπει τώρα να μετατραπεί σε συγκεκριμένα έργα και χρηματοδότηση.
Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν στις 6 Φεβρουαρίου να χαρακτηρίσουν την πυρηνική ενέργεια ως στρατηγική τεχνολογία για την απεξάρτηση της ΕΕ από τον άνθρακα, μετά από μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες για την Πράξη για τη βιομηχανία των μηδενικών καθαρών εκπομπών (NZIA).
Στην ομάδα των χωρών αυτών ανήκουν η Βουλγαρία, η Κροατία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ουγγαρία, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Σουηδία. Στην αντίπερα όχθη η Αυστρία, η Γερμανία και η χώρα μας ηγήθηκαν μιας έκκλησης 13 χωρών να απαιτήσουν από τις Βρυξέλλες να προωθήσουν τις ΑΠΕ.
Σε κάθε περίπτωση σίγουρα το αποτέλεσμα που θα προκύψει από την κάλπη της Κυριακής θα διαμορφώσει το τοπίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την πολιτική που τελικά θα επικρατήσει και θα επιβληθεί τα επόμενα χρόνια στον τομέα της ενέργειας.