Μια πολύ ήρεμη φάση εξακολουθεί να διέρχεται το ηφαίστειο της Σαντορίνης, μετά τις ενδείξεις κινητικότητας που είχε δώσει το 2011-2012, ανέφερε η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών Παρασκευή Νομικού, σε εκδήλωση του πανεπιστημίου χθες το βράδυ, με τίτλο «Στιγμιότυπα ενός ζωντανού πλανήτη».
Έως το τέλος του έτους, αναμένονται να δημοσιοποιηθούν τα πρώτα στοιχεία από τη χαρτογράφηση του μαγματικού θαλάμου του ηφαιστείου, τον οποίο πραγματοποίησε μια διεθνής επιστημονική ομάδα, με τη συμμετοχή της κ. Νομικού. Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο πέρυσι είχε έλθει στη Σαντορίνη ένα από τα μεγαλύτερα σεισμικά πλοία του κόσμου και τοποθέτησε επί 26 μέρες 93 υποθαλάσσιους σεισμογράφους για να χαρτογραφήσουν τον μαγματικό θάλαμο της Σαντορίνης και του γειτονικού υποθαλάσσιου ηφαιστείου του Κολούμπου.
«Αυτή τη στιγμή το ηφαίστειο κοιμάται, είναι σε ηρεμία. Δεν υπάρχουν μικροσεισμοί, μικρομετακινήσεις του εδάφους ή άλλες ενδείξεις. Όταν αναλυθούν τα σεισμικά δεδομένα, θα γνωρίζουμε πλέον τη γεωμετρία του μαγματικού θαλάμου κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, σε βάθος έως 12 χιλιομέτρων, δήλωσε η κ. Νομικού στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Θα είναι η πρώτη φορά στον κόσμο, όπως είπε η Ελληνίδα επιστήμων (Σαντορινιά η ίδια, η οποία παρακολουθεί το ηφαίστειο εδώ και χρόνια), που θα γίνει μια τέτοια εκτίμηση για ένα ενεργό υποθαλάσσιο ηφαίστειο, έτσι ώστε να υπάρξει μια εικόνα για το πόσο μάγμα υπάρχει συγκεντρωμένο κάτω από το ηφαίστειο.
Η κ. Νομικού επεσήμανε ότι, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, τα ηφαίστεια προειδοποιούν με διάφορα σημάδια πριν από μία επικείμενη έκρηξη. Ανέφερε ότι το ηφαίστειο κάνει μια μεγάλη έκρηξη κάθε περίπου 20.000 χρόνια και η τελευταία έγινε πριν περίπου μόλις 3.600 χρόνια.
Τόνισε, από την άλλη, ότι το ηφαίστειο του Κολούμπου, βορειανατολικά σε απόσταση επτά χιλιομέτρων και σε βάθος 500 μέτρων, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς είναι επτά φορές πιο ενεργό από εκείνο στην καλδέρα της Σαντορίνης και αποτελεί το πιο ενεργό υποθαλάσσιο ηφαίστειο στην Ευρώπη. Ο Κολούμπος εξερράγη το 1.650 μ.Χ. αφήνοντας πίσω του περίπου 70 ανθρώπινα θύματα λόγω έκλυσης αερίων, ενώ προκάλεσε και δύο τσουνάμι με κύματα έως πέντε μέτρων.
Η κ. Νομικού ανέφερε ότι ο Κολούμπος είναι ένα τελείως διαφορετικό ηφαίστειο από εκείνο της Σαντορίνης, καθώς ο μαγματικός θάλαμός του πετρολογικά και γεωχημικά μοιάζει πολύ περισσότερο με το πιο μακρινό ηφαίστειο της Νισύρου προς τα ανατολικά. Περιβάλλεται από υδροθερμικές «καμινάδες», με θερμοκρασία 220 βαθμών Κελσίου, που εκλύουν διοξείδιο του άνθρακα σε ποσοστό 99%. Στην περιοχή ζουν ασυνήθιστοι μικροοργανισμοί, για τους οποίους έχει δείξει ενδιαφέρον να τους μελετήσει ακόμη και η Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία (NASA).
Οι πρόσφατες υποθαλάσσιες έρευνες έχουν εντοπίσει στο ΒΑ τμήμα της καλδέρας κάποιες λίμνες γεμάτες διοξείδιο του άνθρακα σε βάθος περίπου 235 μέτρων και με θερμοκρασία 24 έως 25 βαθμών Κελσίου, ενώ τριγύρω είναι καλυμμένες από βακτήρια. Όπως είπε η καθηγήτρια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «αυτές οι λίμνες, που βρίσκονται ακριβώς στην ενεργή ζώνη του ηφαιστειακού συγκροτήματος της Σαντορίνης, μπορούν να προειδοποιήσουν, επειδή αν τυχόν αλλάξουν σχήμα, μέγεθος ή σύσταση, τότε αυτό θα αποτελεί σήμα για επικείμενη επικίνδυνη ηφαιστειακή έκρηξη».
Στην ομιλία της η κ. Νομικού επεσήμανε ότι η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου στην αρχαία Θήρα συνέβη μεταξύ 1600 και 1627 π.Χ. και το τσουνάμι που προκάλεσε, δεν έφταιγε άμεσα για την καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού στην Κρήτη, κάτι που συνέβη πολύ αργότερα, περί το 1450 π.Χ.
Στην κατακλυσμική εκείνη έκρηξη, ισοδύναμη περίπου της έκρηξης του ηφαιστείου Κρακατόα το 1883, εκτινάχθηκε στον αέρα τέφρα σε ύψος 36 έως 39 χιλιομέτρων και η θερμοκρασία στην επιφάνεια του νησιού έφθασε τους 450 βαθμούς Κελσίου, ενώ δημιουργήθηκε μια καλδέρα διαμέτρου 17 χιλιομέτρων, από τις μεγαλύτερες στον κόσμο.
Όπως έδειξαν οι πρόσφατες έρευνες, η καλδέρα αποτελείται από τρεις λεκάνες, ενώ μεταξύ Οίας και Θηρασιάς ανακαλύφθηκε ένα υποθαλάσσιο κανάλι πλάτους ενός και μήκους δύο χιλιομέτρων, το οποίο είχε αρχικά «μπαζωθεί» μετά την έκρηξη από τα υλικά που εκτινάχθηκαν στη θάλασσα. Στη συνέχεια όμως, εισέρρευσαν τελικά τα νερά της θάλασσας στο εσωτερικό της καλδέρας που μόλις είχε δημιουργηθεί.
«Βρήκαμε τις υποθαλάσσιες λάβες που είναι συνέχεια της Νέας και της Παλαιάς Καμμένης και έχουμε πλέον ογκομετρήσει το σύνολο των λαβών που χύθηκαν στη θάλασσα μετά τις ηφαιστειακές εκρήξεις. Έτσι διαπιστώσαμε ότι όλες οι εκρήξεις που έγιναν από παλιά έως το 1950, ήσαν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες που μελετούσαν μόνο το χερσαίο χώρο», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ελληνίδα ερευνήτρια.
Την περίοδο 2011-12, μετά από 25 χρόνια που επικρατούσε σχετική ησυχία στην καλδέρα, το ηφαίστειο της Σαντορίνης είχε εμφανίσει μια έξαρση με σεισμούς, συσσώρευση μάγματος, μεταβολή του εδάφους σε ύψος και έκταση και αυξημένη ροή αερίων. Η δραστηριότητά του ενεργοποίησε Έλληνες και ξένους γεωλόγους, σεισμολόγους, ηφαιστειολόγους και άλλους ειδικούς, οι οποίοι τόνισαν την ανάγκη διαρκούς παρακολούθησης του ηφαιστείου, όπως και συμβαίνει.
Βρετανοί επιστήμονες των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Μπρίστολ, σε συνεργασία με Έλληνες συναδέλφους τους από το πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος) και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Εργαστήριο Ανώτερης Γεωδαισίας), που είχαν κάνει σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», είχαν εκτιμήσει ότι ο υπόγειος θάλαμος του μάγματος (των λιωμένων πετρωμάτων) κάτω από το ηφαίστειο της Σαντορίνης είχε επεκταθεί σημαντικά, κατά περίπου 10 έως 20 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, μεταξύ Ιανουαρίου 2011 και Απριλίου 2012, η μεγαλύτερη διόγκωση μετά το 1955, λίγο μετά την τελευταία έκρηξη του ηφαιστείου.
Το φθινόπωρο του 2012 για πρώτη φορά Έλληνες και ξένοι επιστήμονες είχαν ποντίσει επιστημονικά όργανα στο βυθό της καλδέρας της Σαντορίνης για μακρόχρονη παρακολούθηση της υποθαλάσσιας ηφαιστειακής δραστηριότητας.