Η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος αποτελεί βασικό εργαλείο για τη μείωση των εκπομπών ρύπων και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η απόσταση ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς στόχους και τις πραγματικές δυνατότητες των νοικοκυριών παραμένει μεγάλη, όπως αποτυπώνεται στα πρόσφατα στοιχεία μελέτης του ΙΟΒΕ.
Σύμφωνα με τους εθνικούς στόχους, περισσότερες από 400.000 κατοικίες θα πρέπει να ανακαινιστούν ενεργειακά έως το 2030. Όμως, η παλαιότητα των κτιρίων σε συνδυασμό με τη χαμηλή αγοραστική δύναμη μεγάλου μέρους του πληθυσμού καθιστούν τον στόχο αυτό ιδιαίτερα φιλόδοξο – αν όχι μη ρεαλιστικό.
Φιλόδοξες πολιτικές, ασαφές κόστος
Η ενεργειακή αποδοτικότητα, μαζί με την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Στην πράξη, όμως, παραμένει θολό το ποιοι θα επωμιστούν το οικονομικό βάρος της μετάβασης και σε ποιο βαθμό θα υπάρξει ουσιαστική κρατική στήριξη για τις αναγκαίες επενδύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το Εθνικό Κοινωνικό Κλιματικό Σχέδιο (2026–2032), το οποίο στοχεύει στη θωράκιση των ευάλωτων νοικοκυριών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων από τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης. Για την Ελλάδα, οι διαθέσιμοι πόροι από το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο ανέρχονται σε 3,587 δισ. ευρώ, ενώ με την εθνική συμμετοχή ο συνολικός προϋπολογισμός φτάνει τα 4,783 δισ. ευρώ.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν τα κονδύλια αυτά επαρκούν. Η απάντηση της μελέτης είναι σαφής: όχι. Οι επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και κτιρίων του τριτογενούς τομέα την περίοδο 2025–2030 εκτιμώνται σε 15,6 δισ. ευρώ. Ακόμη και με γενναία ποσοστά επιδότησης, οι αναγκαίοι δημόσιοι πόροι υπολογίζονται μεταξύ 5,8 και 7,4 δισ. ευρώ, αφήνοντας ένα χρηματοδοτικό κενό από 1,7 έως 3,2 δισ. ευρώ.
Ένα γερασμένο κτιριακό απόθεμα
Η εικόνα των ελληνικών κατοικιών εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα. Πάνω από τις μισές (51%) έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980, όταν δεν υπήρχαν ουσιαστικές απαιτήσεις θερμομόνωσης, ενώ μόλις το 2,6% ανεγέρθηκε μετά το 2011 με σύγχρονες προδιαγραφές.
Τα στοιχεία από τις ενεργειακές επιθεωρήσεις είναι αποκαλυπτικά:
-Το 34% των κατοικιών κατατάσσεται στη χειρότερη ενεργειακή κατηγορία (Η).
-Το 60% βρίσκεται μεταξύ των κατηγοριών Ζ και Γ.
-Μόλις το 6% διαθέτει ενεργειακή κλάση Β ή καλύτερη.
Ενεργειακή φτώχεια: ένα επίμονο κοινωνικό πρόβλημα
Η χαμηλή ενεργειακή απόδοση των κατοικιών, σε συνδυασμό με τα περιορισμένα εισοδήματα, τροφοδοτεί την ενεργειακή φτώχεια. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν αδυναμία επαρκούς θέρμανσης είχε ξεπεράσει το 30% στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Το 2023, παρά τη σχετική βελτίωση, παρέμεινε στο 19% – σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (10,6%).
Παράλληλα, το 32,9% των Ελλήνων είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, ποσοστό πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (6,9%). Περίπου το 13,5% του πληθυσμού ζει σε κατοικίες με σοβαρά δομικά προβλήματα, όπως υγρασία ή φθαρμένα κουφώματα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2021 περίπου 513.000 νοικοκυριά – το 12,4% του συνόλου – βρίσκονταν σε κατάσταση ενεργειακής ένδειας. Οι στοχευμένες παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας θα μπορούσαν να ανακουφίσουν σημαντικά το πρόβλημα, ωστόσο χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, η ενεργειακή μετάβαση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ακόμη έναν παράγοντα κοινωνικών ανισοτήτων.
