Μικρό είναι το ενδεχόμενο οι καταναλωτές να αγοράσουν προϊόν που έχει τροποποιηθεί για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς το θεωρούν υποδεέστερης ποιότητα, προκύπτει με νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Γέηλ.
Οι υπεύθυνοι της μελέτης εξήγησαν σε μια ομάδα καταναλωτών ότι ένα προϊόν καθαρισμού έγινε πιο φιλικό προς το περιβάλλον είτε εσκεμμένα είτε ως αποτέλεσμα κάποιας άλλης αλλαγής. Η πλειοψηφία των καταναλωτών δήλωσε ότι θα προτιμούσε να αγοράσει το προϊόν το οποίο δε σχεδιάστηκε ειδικά για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ σε κάθε περίπτωση πίστευαν ότι το πράσινο προϊόν ήταν χαμηλότερης ποιότητας ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων της εταιρείας.
«Όταν μια εταιρεία δημιουργεί ένα προϊόν το οποίο είναι καλύτερο για το περιβάλλον, οι καταναλωτές στην πραγματικότητα είναι λιγότερο πιθανό να το αγοράσουν αν το όφελος για το περιβάλλον θεωρείται σκόπιμο και όχι αποτέλεσμα κάποιας άλλης προσπάθειας», δήλωσε ο Τζωρτζ Νιούμαν, επικεφαλής της μελέτης.
«Εάν μια εταιρεία αποφάσισε να κάνει ένα προϊόν πιο φιλικό για το περιβάλλον, τότε οι καταναλωτές πιστεύουν ότι η ποιότητα του προϊόντος πρέπει να έχει υποστεί κάποια μείωση, λόγω μιας υποτιθέμενης εκτροπής πόρων της εταιρείας από τον έλεγχο ποιότητας σε άλλους τομείς», πρόσθεσε.
Ο Νιούμαν συμβουλεύει τις εταιρείες που βελτιώνουν τα προϊόντα τους από περιβαλλοντική σκοπιά, να διαφημίζουν αυτή τη βελτίωση ως μία ακούσια θετική παρενέργεια μιας άλλης τροποποίησης του προϊόντος, η οποία είχε σκοπό τη βελτίωση της συνολικής του ποιότητας.
Η επιστημονική ομάδα παρατήρησε επίσης ότι η ιδιαίτερη αυτή καταναλωτική συμπεριφορά περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο παράδειγμα, και δεν επηρεάζεται από άλλες συνήθεις κοινωνικές και περιβαλλοντικές πρακτικές εταιρειών όπως η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και οι δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα ή περιβαλλοντικές οργανώσεις με την αγορά κάθε προϊόντος.