«Αυτό είναι ένα μήνυμα προς τους ανθρακωρύχους της Αστούριας, της Δυτικής Μακεδονίας ή της Σιλεσίας»: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε ένα «Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης» (JTM) για να χρηματοδοτηθεί η ενεργειακή μετάβαση στις περιοχές που εξαρτώνται περισσότερο από τον άνθρακα και οι οποίες φοβούνται τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που θα έχει η απεξάρτηση της Ευρώπης από αυτόν.
Με την «Πράσινη Συμφωνία» που παρουσίασε τον Δεκέμβριο, λίγες ημέρες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά της, η νέα πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατέστησε προτεραιότητά της την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όμως αυτή η μετάβαση της Ευρώπης προς το ουδέτερο ισοζύγιο του διοξειδίου του άνθρακα θα κοστίσει ακριβά: 260 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιπρόσθετες επενδύσεις ετησίως, ποσό που θεωρείται αναγκαίο για να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα.
Ο στόχος του «Επενδυτικού σχεδίου για μια βιώσιμη Ευρώπη» που παρουσιάστηκε σήμερα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο είναι να ενθαρρυνθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, κινητοποιώντας τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα και διασφαλίζοντας ότι κανείς δεν θα εγκαταλειφθεί στην πορεία.
«Αυτός είναι ο δικός μας όρκος αλληλεγγύης και δικαιοσύνης προς εκείνους που αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες προκλήσεις, ώστε να βαδίσουν σ’ αυτόν τον δρόμο μαζί μας», είπε στους ευρωβουλευτές ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς.
Ένα από τα εργαλεία αυτού του επενδυτικού σχεδίου, το οποίο η Επιτροπή εκτιμά ότι θα φτάσει μέχρι και το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ σε βάθος δεκαετίας, είναι ο λεγόμενος «Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης» και, ο πρώτος πυλώνας του, είναι το «Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης». Το Ταμείο αυτό θα χρηματοδοτηθεί με 7,5 δισεκ. ευρώ για την περίοδο 2021-2017, δηλαδή για το διάστημα που θα καλύψει ο επόμενος πολυετής προϋπολογισμός της ΕΕ. Το ταμείο εντάσσεται στην Πολιτική Συνοχής που, κατά παράδοση, βοηθά στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών περιφερειών. Είναι ανοιχτό για όλες τις χώρες μέλη, ωστόσο στοχεύει να στηρίξει αποκλειστικά τις περιοχές για τις οποίες η ενεργειακή μετάβαση συνιστά «υπαρξιακό» ερώτημα, εκείνες που εξαρτώνται περισσότερο από τα ορυκτά καύσιμα, όπως το κάρβουνο, ο λιγνίτης ή η τύρφη, από την Πολωνία μέχρι την Ελλάδα αλλά και ορισμένες περιφέρειες της Γερμανίας.
Η κατανομή των πόρων του ταμείου θα ακολουθεί πολύ αυστηρά κριτήρια.
«Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι οι πόροι θα κατευθύνονται στις περιοχές που αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες προκλήσεις», εξήγησε η Επίτροπος Συνοχής Ελίζα Φερέιρα, μιλώντας σε δημοσιογράφους.
«Πρέπει να φροντίσουμε ώστε τα χρήματα του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης να ωφελήσουν τις ευρωπαϊκές περιφέρειες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Μια συγκεκριμένη περίπτωση: οι γερμανικές περιοχές. Θα πρέπει να στηριχθούν από την ΕΕ ή από τη Γερμανία, που έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα;» διερωτήθηκε ο Πασκάλ Κανφέν (προέρχεται από το Renew Europe), ο επικεφαλής του Επιτροπής Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Κάθε ευρώ που δαπανάται στο πλαίσιο του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης θα πρέπει να συνοδεύεται από τη συγχρηματοδότηση του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η περιοχή που δέχεται τη βοήθεια.
Στο Ταμείο αυτό θα προστεθούν άλλοι δύο «πυλώνες» του μηχανισμού: οι χρηματοδοτήσεις μέσω του επενδυτικού προγράμματος InvestEU και τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB), η οποία καλείται να μετατραπεί σε «τράπεζα του κλίματος» της ΕΕ.
Κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής, μέσω του Μηχανισμού θα επενδυθούν περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με αυτήν την πρόταση, η οποία θα τεθεί σε διαπραγμάτευση μεταξύ των χωρών μελών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή επιχειρεί να καθησυχάσει τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Ανησυχώντας για το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της μετάβασης, η Πολωνία αρνήθηκε να υιοθετήσει τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, κατά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο.