Η πρώτη επίσημη τοποθέτηση της Κομισιόν σχετικά με την ενεργειακή και εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ έγινε σήμερα από τον αντιπρόεδρο για την Ενεργειακή Ένωση, Μάρος Σέφκοβιτς, ο οποίος μίλησε στο Euractiv για τη νέα σχέση Ε.Ε.-ΗΠΑ, αλλά και για τις συνέπειες που έχει η εκλογή του Τραμπ για την ενεργειακή πολιτική της Γηραιάς Ηπείρου.
Όπως τόνισε ο Σέφκοβιτς αναφορικά με το φόρουμ του Νταβός, «οι ηγέτες και οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να συνεχίσει να παίζει ηγετικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και την εφαρμογή έξυπνων πολιτικών για τις πόλεις και τις μεταφορές. Επίσης, η Ευρώπη θα υπεραμυνθεί του ελεύθερου εμπορίου… Παράλληλα, οι προτάσεις μας για τις ΑΠΕ έγιναν δεκτές πολύ θετικά».
Σχετικά με τη νέα σχέση Ε.Ε.-ΗΠΑ και τον εμπορικό προστατευτισμό που κερδίζει έδαφος στην Αμερική, ο Σέφκοβιτς σχολίασε: «Είμαστε ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ενέργειας. Θα παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις πολύ προσεκτικά. Διαθέτουμε άφθονη ενέργεια, στο πετρέλαιο και αέριο. Επίσης, ενισχύουμε την ενεργειακή μας αποδοτικότητα και περιορίζουμε την εξάρτησή μας μέσω της ανάπτυξης των ΑΠΕ. Πρέπει να συνεχίσουμε την πρόοδο με τις διασυνδέσεις. Δεν πρέπει να ανησυχούμε για προστατευτισμό στην ενεργειακή αγορά διότι υπάρχουν σήμερα πολλοί προμηθευτές που αναζητούν πελάτες όπως η Ευρώπη».
Σε ερώτηση για το αν ανησυχεί μήπως η στενότερη σχέση του Τραμπ με τον Πούτιν θα πλήξει την Ενεργειακή Ένωση, ο Σέφκοβιτς απάντησε: «Είναι δύσκολο να κάνουμε εκτιμήσεις, αλλά θα έλεγα ότι έχουμε αρκετή αυτοπεποίθηση. Είμαστε μια τόσο μεγάλη αγορά και προορισμός για τις ενεργειακές εξαγωγές που όλοι θέλουν να τα χουν καλά μαζί μας. Πληρώνουμε εγκαίρως και με σταθερό νόμισμα και είμαστε προβλέψιμοι και σταθεροί εταίροι. Συνεπώς, πολλοί είναι αυτοί που επιθυμούν να εξάγουν ενέργεια σε εμάς. Γνωρίζω ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ ίσως ανταγωνιστούν μεταξύ τους γιατί και οι δύο εξάγουν αέριο. Ως το 2020, οι ΗΠΑ προβλέπεται να γίνουν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG παγκοσμίως».
Αναφορικά με την πιθανή απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν είπε τα εξής: «Ας περιμένουμε να δούμε τι θα κάνουν. Το μήνυμά τους μετριάστηκε στις ακροάσεις σε σχέση με τα όσα λέγονταν προεκλογικά. Εξάλλου, οι αμερικανικές επιχειρήσεις επένδυσαν πολλά στις ΑΠΕ και όχι μόνο επειδή ήθελαν να διασώσουν τον πλανήτη. Το έκαναν επειδή ήταν μια σύγχρονη τεχνολογία και επειδή είχε νόημα επιχειρηματικά με μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον. Όσους συνάντησα στο Νταβός, μου είπαν πόσο χαίρονται για την ετοιμότητα της Ευρώπης να συνεχίσει να είναι ηγέτης στο συγκεκριμένο θέμα».
Εκτός από τις ατλαντικές σχέσεις, ο Σέφκοβιτς ερωτήθηκε και για τον αγωγό Nord Stream 2, που σχεδιάζει η Ρωσία. «Η εκτίμησή μας παραμένει ίδια σε σχέση με πέρυσι. Βλέπουμε ότι ακόμα και εν μέσω αυτού του ψυχρού χειμώνα, χρησιμοποιούμε μόνο το 60% της χωρητικότητας μεταφοράς αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη. Κατ’ επέκταση, καλώ για μια πιο λεπτομερή εξακρίβωση των οικονομικών παραμέτρων για το τι χρειαζόμαστε. Πάντα υπογραμμίζω την ανάγκη να έχουμε διάφορες οδούς για να φέρουμε ενέργεια στην Ευρώπη. Η όδευση μέσω της Ουκρανίας παραμένει σημαντική για εμάς. Εξάλλου, κάθε έργο υποδομών αυτής της κλίμακας στην Ε.Ε. θα πρέπει να υπακούει την κοινοτική νομοθεσία. Θα μπορούμε να κρίνουμε όταν θα έχουμε πιο ολοκληρωμένες προτάσεις στο τραπέζι».
Ερωτηθείς γιατί η Κομισιόν δεν έχει προβεί ακόμα σε μια οριστική απόφαση για τον αγωγό, ο Σέφκοβιτς απάντησε: «Πρέπει να θυμόμαστε ότι υπήρξαν πολλές αλλαγές στο αρχικό σχέδιο. Η κοινοπραξία δεν υπάρχει πια λόγω της απόφασης του πολωνικού δικαστηρίου. Το νέο σχήμα για την υλοποίηση του έργου ανήκει περισσότερο στα χέρια της Gazprom. Υπό αυτή την έννοια, οι βασικές πληροφορίες για το έργο έχουν αλλάξει από πέρυσι. Δήλωσα επισήμως στο Ευρ. Κοινοβούλιο ότι ένα τόσο μεγάλο έργο πρέπει να σέβεται τη νομοθεσία της Ε.Ε.».
Τέλος, το Euractiv ρώτησε τον Σέφκοβιτς σχετικά με τη λήξη των επιδοτήσεων προς τον άνθρακα στην Ε.Ε. Ο ίδιος απάντησε: «Οι επιβλαβείς για το περιβάλλον επιδοτήσεις είναι ένα από τα θέματα που συζητώνται σε διάφορα επίπεδα. Η Ευρώπη πιέζει σε επίπεδο G7 και G20 για να υπάρξει μια κοινή παγκόσμια προσέγγιση στο πως θα σταματήσουν αυτές οι επιδοτήσεις διότι αποτελούν ένα τεράστιο οικονομικό βάρος και τα χρήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πιο αποδοτικά.
Γνωρίζουμε τις κοινωνικές προεκτάσεις της παύσης των επιδοτήσεων και χρειάζεται στήριξη προς τις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που βασίζονται στον άνθρακα. Αυτό ήταν μέρος των προτάσεών μας τον Δεκέμβριο».