Μια σοβαρή πρόκληση αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ο γηράσκων πληθυσμός της, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και η εξάρτηση από τα διανεμητικά συστήματα συντάξεων (PAYG) απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα.
Σε αυτό το κρίσιμο συμπέρασμα καταλήγει μια νέα έκθεση πολιτικής (policy paper) που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2025 από το European Liberal Forum (ELF) και το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ). Η μελέτη, με τίτλο «Future-Proofing the EU Budget: A Pension System for Our Common Future» και συγγραφέα τον Δρ. Γεώργιο Αρχοντά , υποστηρίζει ότι η μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων (funded systems) σε όλα τα κράτη μέλη είναι πλέον απαραίτητη για τη θωράκιση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.
Το μέγεθος του προβλήματος
Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες αποτελούν σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα συστατικά της κοινωνικής προστασίας στην ΕΕ. Τόσο η ΕΕ των 27 όσο και η Ευρωζώνη διαθέτουν περίπου το 20% του ΑΕΠ τους για την κοινωνική προστασία. Αυτή η προτεραιοποίηση των συντάξεων έναντι άλλων πολιτικών κοινωνικής ασφάλειας δημιουργεί διαρθρωτικές ανισορροπίες, ειδικά σε χώρες με γηράσκοντες πληθυσμούς και αργή ανάπτυξη.
Η έκθεση επισημαίνει τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών:
Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Αυστρία και η Γαλλία δαπανούν μεταξύ 12% και 15% του ΑΕΠ τους για συντάξεις.
Αντίθετα, χώρες όπως η Ολλανδία, η Ιρλανδία και η Ισλανδία διαθέτουν λιγότερο από 6%.
Αυτή η απόκλιση υποδηλώνει ότι η αρχιτεκτονική των εθνικών συστημάτων – δηλαδή το αν είναι κυρίως διανεμητικά (PAYG) ή κεφαλαιοποιητικά – έχει τεράστιες επιπτώσεις στη δημοσιονομική πίεση που αντιμετωπίζει μια χώρα.
Η δημογραφική ωρολογιακή βόμβα
Τα συστήματα PAYG, όπου οι σημερινοί εργαζόμενοι χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων , σχεδιάστηκαν σε μια εποχή αυξανόμενων πληθυσμών. Σήμερα, το μοντέλο αυτό καταρρέει.
Οι δημογραφικές προβλέψεις είναι εφιαλτικές:
Ο πληθυσμός της ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060 (σε σύγκριση με το 2025).
Στο σενάριο όπου αποκλείεται η μετανάστευση, ο πληθυσμός της ΕΕ θα πέσει από 447 εκατομμύρια σήμερα σε 295 εκατομμύρια έως το 2100, μια μείωση της τάξης του 34%.
Αυτές οι τάσεις υπονομεύουν πλήρως τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών συνταξιοδοτικών συστημάτων
Το «κόστος ευκαιρίας» των 350 δισ. ετησίως
Η έκθεση τονίζει ότι η Ευρώπη υστερεί δραματικά στην ανάπτυξη συνταξιοδοτικών ταμείων σε σύγκριση με τον ΟΟΣΑ.
Στην ΕΕ, ο συσσωρευμένος κεφαλαιοποιητικός πλούτος αντιστοιχεί μόλις στο 29% του ΑΕΠ.
Στον ΟΟΣΑ, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 84%.
Αυτό το χάσμα μεταφράζεται σε ένα τεράστιο «κόστος ευκαιρίας» (χαμένες αποδόσεις από μακροπρόθεσμες επενδύσεις) που υπολογίζεται σε περίπου €350 δισεκατομμύρια ετησίως, ή 2,4% του ΑΕΠ της ΕΕ23.
Η λύση: Κεφαλαιοποιητικά συστήματα
Η μελέτη υποστηρίζει σθεναρά τη μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα, τα οποία λειτουργούν με βάση την αρχή της ατομικής κεφαλαιοποίησης. Κάθε εργαζόμενος συνεισφέρει σε ένα ατομικό ή συλλογικό ταμείο, το οποίο επενδύεται με την πάροδο του χρόνου για να παράγει αποδόσεις. Κατά τη συνταξιοδότηση, οι παροχές προέρχονται από αυτό το συσσωρευμένο κεφάλαιο και όχι από τους τρέχοντες φόρους.
Τα βασικά πλεονεκτήματα αυτού του μοντέλου είναι:
Δημιουργία Πλούτου: Οι εισφορές επενδύονται στην πραγματική οικονομία, προωθώντας την ανάπτυξη.
Δικαιοσύνη Μεταξύ Γενεών: Κάθε γενιά χρηματοδοτεί τη δική της συνταξιοδότηση.
Ανθεκτικότητα: Είναι λιγότερο ευαίσθητα στις δημογραφικές αλλαγές (αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων).
Διαφάνεια και Ιδιοκτησία: Τα άτομα έχουν σαφέστερη εικόνα για τα δικαιώματά τους, καθώς η σύνταξη γίνεται ένα «χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο».
Χώρες όπως η Δανία, η Ολλανδία και η Ισλανδία αποτελούν παραδείγματα επιτυχίας, καθώς τα κεφαλαιοποιητικά τους ταμεία εξασφαλίζουν εισόδημα για τους συνταξιούχους, ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν τις εθνικές αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις.
Το «φρένο» του Μάαστριχτ και η περίπτωση της Ελλάδας
Παρά τις προσπάθειες της ΕΕ (όπως το Πανευρωπαϊκό Ατομικό Συνταξιοδοτικό Προϊόν – PEPP), η πρόοδος παραμένει αργή.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι το Κόστος Μετάβασης. Μια χώρα που αλλάζει σύστημα πρέπει ταυτόχρονα να πληρώνει τους σημερινούς συνταξιούχους (με το PAYG) και να χρηματοδοτεί τους νέους ατομικούς λογαριασμούς.
Εδώ, οι κανόνες της ΕΕ αποτελούν τροχοπέδη. Τα κριτήρια του Μάαστριχτ (αναλογία χρέους προς ΑΕΠ) δεν λαμβάνουν υπόψη τις «κρυφές» υποχρεώσεις (implicit liabilities) των συστημάτων PAYG. Αυτό κάνει τη μετάβαση να φαίνεται δημοσιονομικά «ασύνετη» σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική. Η χώρα μας έχει κάνει σημαντικά βήματα για τη δημιουργία ενός κεφαλαιοποιητικού δεύτερου πυλώνα. Ωστόσο, ο υψηλός δείκτης χρέους προς ΑΕΠ καθιστά τη χρηματοδότηση αυτής της μετάβασης ιδιαίτερα δύσκολη χωρίς εξωτερική στήριξη ή αλλαγή των δημοσιονομικών κριτηρίων.
Προτάσεις Πολιτικής
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεταρρύθμιση είναι πλέον «πολιτική και ηθική επιταγή».
Προτείνει συγκεκριμένες δράσεις:
Τροποποίηση του κριτηρίου χρέους του Μάαστριχτ για να λαμβάνονται υπόψη οι κρυφές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις, αίροντας έτσι ένα βασικό αντικίνητρο για μεταρρύθμιση.
Ενθάρρυνση των κρατών μελών να επεκτείνουν τους κεφαλαιοποιητικούς πυλώνες, χρησιμοποιώντας ως πρότυπα τη Δανία και την Ολλανδία.
Κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στις συντάξεις του δεύτερου πυλώνα, για να προωθηθεί ο ανταγωνισμός.
Διοχέτευση των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις (π.χ. Green Deal, Digital Strategy).
Ενίσχυση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στα νέα συστήματa.
The post Μελέτη-σοκ από ELF και ΚΕΦίΜ: Δημογραφική ωρολογιακή βόμβα – Η γήρανση απειλεί τα δημόσια οικονομικά της ΕΕ appeared first on Newpost.gr.
