Πρόκειται για το δεύτερο στάδιο εφαρμογής του νέου καθεστώτος, το οποίο ξεκίνησε την 1η Ιουλίου 2025, καλύπτοντας τότε 92.590 επιχειρήσεις και επαγγελματίες με έναρξη δραστηριότητας από 1/1/2024 έως 31/3/2025. Στη νέα φάση εντάσσονται πλέον και οι επιχειρήσεις με απλογραφικά βιβλία, που έχουν ιδρυθεί μέχρι και τις 31/12/2023.
Η συμμετοχή στο μέτρο είναι προαιρετική για την ώρα, ωστόσο μελλοντικά θα καταστεί υποχρεωτική για το σύνολο των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, μεταβάλλοντας ριζικά τον τρόπο απόδοσης του ΦΠΑ – ενός φόρου που παραμένει η σημαντικότερη πηγή εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.
Τι επισημαίνει η ΑΑΔΕ
Η ΑΑΔΕ τονίζει ότι η σταδιακή μετάβαση στις μηνιαίες δηλώσεις:
θα ενισχύσει την εισπραξιμότητα του φόρου,
θα επιτρέψει στο κράτος στενότερη παρακολούθηση της οικονομικής δραστηριότητας,
και θα συμβάλει στον περιορισμό καθυστερήσεων, συσσώρευσης οφειλών και φαινομένων φοροδιαφυγής.
Ποιοι είχαν ήδη ενταχθεί
Στην πρώτη «ομάδα» υπόχρεων που ξεκίνησαν τον Ιούλιο ανήκουν όλες οι επιχειρήσεις που συστάθηκαν το 2024 και στο πρώτο τρίμηνο του 2025, ανεξαρτήτως τήρησης απλογραφικών ή διπλογραφικών βιβλίων. Οι συγκεκριμένοι υποχρεούνται να υποβάλλουν μηνιαία δήλωση ΦΠΑ αντί για τριμηνιαία. Μετά την πάροδο 24 μηνών από την έναρξη λειτουργίας, διατηρούν τη δυνατότητα επιστροφής στο τριμηνιαίο καθεστώς, αν το επιθυμούν.
Μια «νέα εποχή» ηλεκτρονικής λογιστικής
Με την πλήρη εφαρμογή του συστήματος myDATA, οι μηνιαίες δηλώσεις ΦΠΑ συνδέονται πλέον με την ηλεκτρονική διαβίβαση παραστατικών, εισάγοντας ένα νέο μοντέλο ψηφιακής λογιστικής. Η αλλαγή αυτή αναμένεται να αποτελέσει «μπλόκο» σε πρακτικές επιχειρήσεων που διακόπτουν σύντομα τη λειτουργία τους χωρίς να έχουν αποδώσει τον φόρο.
Το στοίχημα της μείωσης του «κενού ΦΠΑ»
Η διεύρυνση της υποβολής σε συνδυασμό με την αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών εκτιμάται ότι θα περιορίσει ακόμη περισσότερο το «κενό ΦΠΑ» – δηλαδή τις απώλειες εσόδων από μη απόδοση του φόρου.
Το 2022 το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 13,7%,
το 2024 είχε υποχωρήσει στο 10%,
και οι προβλέψεις το φέρνουν κοντά στο 7% εντός διετίας.
Αν η Ελλάδα καταφέρει να αγγίξει τον μέσο όρο της Ε.Ε. (περίπου 5%), το όφελος για τα δημόσια ταμεία θα φτάσει τα 1,4 δισ. ευρώ.