Είκοσι τρία χρόνια κλείνει σιμά κοντά, αλλά άμα είσαι Παναθηναϊκός δε γίνεται να μην το θυμάσαι.
Κι εγώ που έχω πράσινο αίμα, πώς να το λησμονήσω;
Πώς να ξεχάσω το “έπος” της Ριζούπολης, όπου έγινε πράξη με τρόπο απόλυτα ακραίο το εκατό μηδέν;
Ψόφος στο φερ πλέη, ψόφος στον αθλητικό πνεύμα, ψόφος στον ιπποτισμό, ψόφος εν γένει παραλίγο, λίγο πιο καλό σημάδι να είχανε οι φίλαθλοι και θα θρηνούσαμε νεκρούς.
Γιατί έπρεπε να κερδίσει ο Ολυμπιακός.
Γιατί έπρεπε να κερδίσει σώνει και καλά ο Ολυμπιακός.
Γιατί έπρεπε να κερδίσει πάση θυσία ο Ολυμπιακός.
Οπότε;
Οπότε, καλώς τα παιδιά, καλώς τα, τρία μηδέν!
Με κάθε τρόπο.
Με κάθε μέσον.
Με κάθε τακτική.
Αρκεί να έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αρκεί να γίνει αυτό που γουστάρουμε, αρκεί να πάρει ο διάολος τον αντίπαλο.
Να φάει χώμα.
Να ισοπεδωθεί.
Να σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Να μη βρει ο παπάς να θάψει, που λέγανε και παλαιότερα σε οικισμούς ορεινούς και απρόσιτους.
Τρία μηδέν, λοιπόν.
Και χάρηκε κόσμος πολύς και διασκέδασε κι έσκασε πλατύ χαμόγελο.
Μεγάλο γλέντι, τρικούβερτο.
Μεγάλη στιγμή για το σύλλογο, ανεπανάληπτη συντριβή των απέναντι, τέτοιο πάρτυ δεν ξανάγινε.
Γιατί ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Γιατί σημασία μόνο η νίκη και τίποτε άλλο.
Γιατί οι κανόνες είναι για τους άλλους.
Άμα έχεις το πάνω χέρι, οφείλεις να το εκμεταλλευθείς δίχως αναστολές, δίχως σαβουάρ βιβρ, δίχως χαζομαρίτσες του τύπου δεν κλωτσάμε τον εχθρό όταν είναι πεσμένος στο έδαφος.
Σιγά ρε, τότε ακριβώς είναι που τον κοπανάμε διπλά, να το σκεφτεί δέκα φορές πριν τολμήσει να ξανασηκωθεί.
Ή μάλλον, καλύτερα, να μην ξανασηκωθεί, τελεία.
Εκεί, τάβλα να κάτσει, ένα με το χορτάρι.
Για να επιβεβαιωθεί ότι δεν μπορεί κανείς να μας πάει κόντρα και όποιος το αποτολμάει επειδή είναι κλούβιο το κεφάλι του, μαύρο φίδι που τον έφαγε.
Και η μοίρα του μαύρη.
Για να ξεκαρδιζόμαστε ύστερα εις βάρος του και να τσουγκράμε τα ποτήρια με τα τσίπουρα (ή τις Ντομ Περινιόν, δεν κρίνω) και να σκουντιόμαστε και να φωνάζουμε δυνατά, να μας ακούσει και το διπλανό τετράγωνο:
Ρε τους ηλίθιους, ρε τους βλάκες, ρε τα βλήματα! Νομίζανε ότι υπάρχουν κανονισμοί και κώδικες και διατάξεις και όλες αυτές οι μαλακίες που διδάσκουν στις σχολές και πάει ο κόσμος και παίρνει πτυχία πέτσινα. Και όταν τους ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, πίστευαν πως κάποιος θα τους προστατεύσει, κάποιος θα μπει μπροστά, κάποιος θα τηρήσει τα προσχήματα. Τέτοια κορόιδα ματημπαναγία, δεν έχουν ξαναπεράσει, δεν έχουν ξαναβγεί!
Και δώσε αλκοόλια, να ρέουν άφθονα σε κρυστάλλινα ποτήρια.
Γιατί η νίκη είναι το άπαν.
Γιατί η νίκη είναι το όλον.
Γιατί η νίκη είναι η αρχή και το τέλος, το άλφα και το ωμέγα.
Καλώς τα παιδιά, καλώς τα, τρία μηδέν…
Υ.Γ.: Τα γράφω όλα τα ανωτέρω, έτσι για να σας τσιγκλίσω αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες όσον αφορά στον σημερινό τίτλο.
Ξαναδιαβάστε τα και στη θέση του ποδοσφαιρικού στίγματος τοποθετείστε το πολιτικό.
Αντικαταστήστε το άγος της Ριζούπολης με αυτά που βιώνουμε στην καθημερινότητα της χώρας, με αυτά που αντικρίζουμε έντρομοι τώρα που σιγά σιγά ξετυλίγεται το κουβάρι της αυθαιρεσίας.
Και αναρωτηθείτε με το χέρι στην καρδιά:
Αξίζει τον κόπο να γίνουν στάχτη κάθε αξία, κάθε φραγμός και κάθε αρετή, μόνο και μόνο για να παραμείνει κανείς στην εξουσία;
Τζεστ άσκινγκ, που λένε και στο Στέητς…
The post Όταν η πολιτική γίνεται Ριζούπολη… appeared first on Newpost.gr.