Οι νέοι κανόνες στον υπολογισμό των συντάξεων φέρνουν ανατροπές στις προσδοκίες χιλιάδων ασφαλισμένων, καθώς αποκαλύπτεται ότι οι χαμηλόμισθοι συνταξιοδοτούνται με ποσοστά αναπλήρωσης που φτάνουν ή και ξεπερνούν το 70% του μισθού τους. Την ίδια ώρα, οι υψηλόμισθοι καταλήγουν με μεγαλύτερα ποσά, αλλά μικρότερη αναλογία έναντι των αποδοχών που είχαν στον εργασιακό βίο.
Το αποτέλεσμα προκύπτει από τον συνδυασμό των συντάξιμων αποδοχών, των ετών ασφάλισης και των συντελεστών υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης – τρεις μεταβλητές που καθορίζουν τελικά το ύψος της σύνταξης και το ποσοστό αναπλήρωσης.
Ποιοι κερδίζουν με ποσοστά αναπλήρωσης έως και 86%
Ο μηχανισμός της σύνταξης επιβραβεύει δυσανάλογα τους ασφαλισμένους με χαμηλές αποδοχές, λόγω της σταθερής και σχετικά υψηλής εθνικής σύνταξης (σήμερα 436,40 ευρώ για πλήρη σύνταξη). Αυτό το ποσό έχει μεγαλύτερη «βαρύτητα» όταν οι αποδοχές του εργαζομένου είναι χαμηλές.
Γιατί οι χαμηλόμισθοι ευνοούνται
Το φαινόμενο εξηγείται από την αναλογικά μεγαλύτερη επίδραση της εθνικής σύνταξης στους χαμηλόμισθους. Όταν οι αποδοχές είναι κοντά στον βασικό μισθό, τότε το σταθερό ποσό της εθνικής σύνταξης ανεβάζει θεαματικά το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης.
Επιπλέον, όσοι έχουν λίγα έτη ασφάλισης, π.χ. 20ετία, αλλά χαμηλές αποδοχές (π.χ. 880 ευρώ), ενδέχεται να βγάλουν σύνταξη σχεδόν ίση με τον μισθό τους. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανταποδοτική σύνταξη είναι μικρή μεν, αλλά η προσθήκη της εθνικής σύνταξης εκτοξεύει την τελική παροχή, σε βάρος της αναλογικότητας και της εισφοροδοτικής συνέπειας.
Η «παγίδα» μετά τα 40 χρόνια εργασίας
Ακόμη και για όσους εργάζονται για 40 χρόνια και πλέον, υπάρχουν στρεβλώσεις που οδηγούν σε καθήλωση των συντάξεων. Ο νόμος Βρούτση (4670/2020), που τροποποίησε τον νόμο Κατρούγκαλου (4387/2016), αύξησε μεν τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν από 30 ως 40 έτη ασφάλισης, όμως μετά την 40ετία μπαίνει «κόφτης» στην προσαύξηση.
Συγκεκριμένα:
Από 36 έως 40 έτη, κάθε πρόσθετο έτος δίνει +2,55% στη σύνταξη.
Από 41ο έτος και μετά, η αύξηση πέφτει στο +0,5% ανά έτος!
Αυτό σημαίνει πως για κάποιον που εργάζεται 45 έτη, η σύνταξή του αυξάνεται ελάχιστα σε σχέση με αυτόν που εργάστηκε 40. Οι εισφορές των τελευταίων ετών δεν ανταμείβονται με ανάλογη αύξηση της σύνταξης, δημιουργώντας αίσθημα αδικίας και έλλειψη ανταποδοτικότητας.
Τι δείχνει η εμπειρία: Πότε μεγιστοποιείται η ανταποδοτικότητα
Το όριο των 40 ετών ασφάλισης θεωρείται πλέον το «ιδανικό σημείο» για τη συνταξιοδότηση. Εκεί φαίνεται να μεγιστοποιείται η ανταποδοτικότητα των εισφορών, ειδικά για μισθούς από 1.000 ως 1.500 ευρώ. Όσοι συνεχίζουν την εργασία πέραν της 40ετίας δεν βλέπουν σοβαρή βελτίωση στο τελικό ποσό της σύνταξης, παρότι καταβάλλουν εισφορές.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση, σε συνδυασμό με την ισχυρή εθνική σύνταξη για τους χαμηλόμισθους, δημιουργεί ένα σύστημα που δεν ανταμείβει αναλογικά τον μακροχρόνιο και καλά αμειβόμενο εργαζόμενο. Οι στρεβλώσεις είναι πλέον εμφανείς και οδηγούν σε διαστρέβλωση του νοήματος της «ανταποδοτικής σύνταξης».
The post Συντάξεις με «χρυσό» ποσοστό αναπλήρωσης για χαμηλόμισθους – Χάνουν οι υψηλόμισθοι appeared first on Newpost.gr.