Με την κλιματική αλλαγή να αφήνει όλο και πιο έντονα πλέον το αποτύπωμά της στις αγροτικές καλλιέργειες στην Ελλάδα, οι άνθρωποι του πρωτογενούς τομέα κοιτούν σαστισμένοι τις καταστροφές, αφού όταν χρειάζονται βροχή έχουν ξηρασία και το αντίστροφο.
Κοινή τους θέση αποτελεί ότι απαιτείται εγρήγορση, λήψη μέτρων και εκπαίδευση των ανθρώπων που ασχολούνται με τη γη, ώστε να μπορούν να αντεπεξέρχονται επιτυχώς στα νέα δεδομένα που επιφέρει η αλλαγή του κλίματος.
Η αδράνεια στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα στην ελληνική λαχανοκομία και θα την οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο, τόνισε μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο καθηγητής λαχανοκομίας του Τμήματος Γεωπονίας ΑΠΘ, Αναστάσιος Σ. Σιώμος.
Σημείωσε ότι εάν η περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας ξεπεράσει τους 1,5 ºC, τότε πολλά εδάφη της Ν. Ευρώπης στην περιοχή της Μεσογείου θα κινδυνεύσουν με ξηρασία και ερημοποίηση και πρόσθεσε πως εκτιμάται ότι θα προκύψουν σημαντικές μεταβολές και στην κατανομή των βροχοπτώσεων, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των καταιγίδων.
Για την Ελλάδα στο τέλος του 21ου αιώνα, με βάση το πλέον ακραίο σενάριο, αναμένεται αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4,5 ºC, μείωση των βροχοπτώσεων κατά 19%, υποχώρηση της ετήσιας νεφοκάλυψης κατά 16%, αύξηση της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας κατά 4,5 W/m2 και αύξηση της έντασης των ανέμων κατά 10%, σε σχέση με τη δεκαετία 1991-2000.
Η αναμενόμενη αυτή αύξηση της θερμοκρασίας, κατά τον κ. Σιώμο, θα προκαλέσει μείωση του αριθμού ημερών με παγετό κατά 40 ημέρες, αύξηση του αριθμού ημερών με ελάχιστη θερμοκρασία >20ºC κατά 50 ημέρες, καθώς και αύξηση του αριθμού ημερών με θερμοκρασίες >35ºC κατά 40 ημέρες.
Στις ακραίες τιμές βροχόπτωσης αναμένεται αύξηση τόσο του κινδύνου πλημμυρών κατά 30%, όσο και στη διάρκεια της ξηρής περιόδου κατά 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας.
Στη λαχανοκομία ειδικότερα, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές και δεν θα περιορίζονται μόνο σε εκείνες που περιγράφονται από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) στην απλουστευμένη διαπίστωσή της, σύμφωνα με την οποία, η καλλιέργεια κηπευτικών θα μετατοπιστεί βορειότερα και η καλλιεργητική περίοδος θα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με σήμερα, λόγω των ηπιότερων-θερμότερων χειμώνων, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Σιώμος επισήμανε ότι στις περισσότερες λαχανοκομικές καλλιέργειες αναμένεται αρνητική επίδραση, εκτός από την απόδοση, και στην ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Επιπλέον αναμένονται μεγάλες διακυμάνσεις στις αποδόσεις ανά έτος, καθώς και αλλαγές σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στην παραγωγική τους διαδικασία αλλά και στη ζήτηση των προϊόντων από τον καταναλωτή.
«Σημαντικές επίσης αναμένεται να είναι και οι οικονομικές συνέπειες των επιπτώσεων αυτών, καθώς θα απαιτηθούν σημαντικά ποσά με τη μορφή αποζημιώσεων ή ενισχύσεων, για την προσαρμογή στις νέες συνθήκες και την κάλυψη των ζημιών» υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στις συνέπειες που ήδη διαπιστώθηκαν τα τελευταία χρόνια σε πολλές λαχανοκομικές καλλιέργειες (σπαράγγι, κρεμμύδι, φασόλι, μπρόκολο, κουνουπίδι, λάχανο, τομάτα, πιπεριά, αγγούρι, καρπούζι, πεπόνι, πατάτα), τόνισε ότι στην πλειονότητά τους ήταν αρνητικές για την παραγωγική διαδικασία, όπως αυτή εφαρμόζεται σήμερα.
Οι επιπτώσεις στη ζήτηση προϊόντων και οι προτεινόμενες δράσεις
Κατά τον κ.Σιώμο, ένα πολύ σημαντικό θέμα είναι και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η κλιματική αλλαγή στη ζήτηση των προϊόντων από τον καταναλωτή.
Η ΕΜΕΚΑ, σε παλαιότερη έκθεσή της, χαρακτηρίζει την αναγκαιότητα δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής ως επιτακτική και σε περίπτωση ανυπαρξίας δράσης αποτιμά το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία έως το τέλος του αιώνα στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008) και σε μείωση του ΑΕΠ κατά 6% σε ετήσια βάση.
Οι προτεινόμενες δράσεις, κατά τον καθηγητή του ΑΠΘ, περιλαμβάνουν την ενίσχυση της έρευνας με στόχο την κατανόηση των μηχανισμών συμπεριφοράς των καλλιεργούμενων φυτών και των ζιζανίων στις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές, τη δημιουργία νέων ποικιλιών προσαρμοσμένων στις συνθήκες κλιματικής αλλαγής, με αξιοποίηση του εγχώριου γενετικού υλικού, την επιλογή των καλλιεργούμενων ειδών σε κάθε περιοχή, την αλλαγή του χρονοδιαγράμματος των καλλιεργειών και των καλλιεργητικών φροντίδων (λίπανση, άρδευση, φυτοπροστασία).
Επιπλέον, για τη διαχείριση των κινδύνων από καταστροφές, προτείνονται η προσαρμογή της ασφάλισης της γεωργικής παραγωγής και η επέκτασή της σε κινδύνους που δεν καλύπτονται σήμερα.
Στη λαχανοκομία ειδικότερα, «είναι δεδομένο πως όχι απλά δεν έχει υπάρξει μια ερευνητική προσπάθεια για την παροχή προτάσεων προσαρμογής, αλλά και ότι η ίδια η έρευνα για τις επιπτώσεις είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα» σημείωσε ο κ. Σιώμος.
Η καλλιέργεια των λαχανοκομικών ειδών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 35ετία καταγράφει σταθερά φθίνουσα πορεία (από 1.788.000 στρέμματα μειώθηκε στα 1.311.000 στρ.) και αρκετοί παραγωγοί την εγκαταλείπουν (προσωρινά ή μόνιμα) υπό το βάρος των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών αγοράς.
«Είναι βέβαιο πως, κατά τα αμέσως προσεχή έτη, η λαχανοκομία θα κληθεί να αντιμετωπίσει και πολλές ακόμα νέες προκλήσεις, στις οποίες αναμένεται να προστεθεί -αν δεν έχει ήδη προστεθεί- και η κλιματική αλλαγή» κατέληξε ο ίδιος.