Ηγετική θέση σε διεθνές επίπεδο διατηρεί η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού παγκοσμίως, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και απασχολώντας, άμεσα και έμμεσα περί τους 12.000 εργαζόμενους.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιάννης Πελεκανάκης, Διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας, το 2023 η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια αναδείχθηκε πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα πρωτοπορεί στην ΕΕ και είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σε τσιπούρα και λαυράκι σε όλη την Ευρώπη και δεύτερος μεγαλύτερος στη Μεσόγειο μετά την Τουρκία».
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Πελεκανάκη, ο κλάδος συνεχίζει να βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις, με βασικότερη την ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών. Σημειώνεται ότι το 2023 ιδρύθηκε μόλις μια Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) και συνολικά έχουν ιδρυθεί από το 2011 μόλις 6 από τις 23 ΠΟΑΥ. Παρά τις διαδοχικές παρατάσεις που έχουν δοθεί, το χωροταξικό των υδατοκαλλιεργειών παρουσιάζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις υποβαθμίζοντας την αναπτυξιακή προοπτική, τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών. «Η προθεσμία ίδρυσης των ΠΟΑΥ λήγει τον Νοέμβριο 2024 χωρίς να υπάρχει σαφής προγραμματισμός για την εμπρόθεσμη ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών από τα αρμόδια υπουργεία» επισημαίνει.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο ανταγωνισμός, εξακολουθεί να γίνεται όλο και πιο έντονος. Η μεγάλη πίεση, σύμφωνα με τον κ. Πελεκανάκη, προέρχεται από τις αυξημένες εισαγωγές στην ΕΕ από την Τουρκία, η οποία εκτός από τις ανταγωνιστικές τιμές, εισέρχεται όλο και πιο επιθετικά στην ΕΕ ιδρύοντας στην Ελλάδα εταιρείες εμπορίας τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας που αξιοποιούν το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε χάριν στις ελληνικές εταιρείες.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρηματικές εξελίξεις, συνεχίζεται η προσπάθεια εξυγίανσης του κλάδου και διάσωσης της Avramar. Το 2023 υπήρξαν, όπως και το προηγούμενο έτος, σημαντικές πρωτοβουλίες με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου και την δημιουργία καθετοποιημένων ομίλων που θα ελέγχουν όλα τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής της ιχθυοκαλλιέργειας, από την ιχθυοτροφή ως το τελικό προϊόν. «Η περίπτωση της Avramar έχει βάλει σε στάση αναμονής τις επιχειρήσεις του κλάδου και όλοι επιθυμούν να έχει σύντομα αίσιο τέλος» τονίζει ο κ. Πελεκανάκης και συμπληρώνει: «το επενδυτικό ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί για άλλη μια φορά αποδεικνύει έμπρακτα πως ο κλάδος έχει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης και μετά από σύντομη περίοδο προσαρμογής θα επιστρέψει δυναμικά».
Σημειώνεται πως παρά το δυσμενές επιχειρηματικό κλίμα που δημιούργησε το αρνητικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον, οι επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας συνέχισαν να υλοποιούν το 2023 παραγωγικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των μονάδων και να επενδύουν σε δράσεις με έμφαση την αειφορία και την προώθηση βιώσιμων πρακτικών υδατοκαλλιέργειας.
Ο χάρτης της παραγωγής
Σύμφωνα με την 10η έκδοση της ετήσιας έκθεσης υδατοκαλλιέργειας της ΕΛΟΠΥ, το 2023 ο όγκος παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 131.300 τόνους, αξίας 752,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 4,2% ως προς τον όγκο και την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (137.000 τόνοι αξίας 787 εκατ. ευρώ). Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής και το υπόλοιπο 8% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί. Αναλυτικότερα, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 121.300 τόνους (66.000 τόνοι τσιπούρας και 55.300 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 697 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2022 παρατηρείται πτώση 4,2% ως προς τον όγκο παραγωγής και πτώση 4,5% ως προς την αξία πωλήσεων. Σε σχέση με το 2022, η παραγωγή τσιπούρας σημείωσε πτώση 9% ως προς τον όγκο και πτώση 8% ως προς την αξία πωλήσεων ενώ το λαβράκι αύξηση κατά 2,5% ως προς τον όγκο και οριακή πτώση 0,2% ως προς την αξία πωλήσεων. Το 2024 εκτιμάται ότι η παραγωγή των δύο ειδών θα παρουσιάσει πτώση 5% και θα κυμανθεί 115.000 τόνους, γεγονός που οφείλεται στην μειωμένη παραγωγή γόνου τσιπούρας.
Aν και το 2023 οι κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις πωλήσεις ψαριών η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την έντονη εξωστρέφεια της. Το 83% της παραγωγής διατέθηκε σε 36 αγορές εκτός Ελλάδας και το υπόλοιπο 17% της παραγωγής στην εγχώρια αγορά. Μηνιαίως οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 6.000 έως 10.000 τόνους.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΛΟΠΥ, το 2023 εξήχθησαν 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας 572,04 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας πτώση 3,7% ως προς τον όγκο και 4,6% ως προς την αξία σε σχέση με το 2022 (δεν περιλαμβάνονται οι εξαγωγές φιλέτων). Η πτώση των εξαγωγών οφείλεται κυρίως στην μείωση διαθεσιμότητας λαβρακιού. Εξ’ αυτών τo 75% (90.341 τόνοι) πωλήθηκε σε 20 χώρες της ΕΕ-27, το 17% (20.938 τόνοι) εκτιμάται πως πωλήθηκε στην Ελλάδα, τo 9% (10.020 τόνοι) πωλήθηκε σε 16 τρίτες χώρες, το 59% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (59.444 τόνοι) και το 41% λαβράκι (40.917 τόνοι). Σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,08% κατεψυγμένα (82 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Οι κυριότερες αγορές ωστόσο είναι στην EE όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πωλήθηκε το 2023 το 61% της ελληνικής παραγωγής ή το 73% των εξαγωγών. Αν εξαιρεθούν ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία Καναδά, Κύπρο και Αγγλία όπου οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 – 5.000 τόνους, σε όλες τις υπόλοιπες 24 χώρες οι εξαγωγές κυμάνθηκαν κάτω των 800 τόνων.
Σημειώνεται ότι η εμπορία τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας σημείωσε πτώση 2% σε σχέση με το 2022. Το 2023 εισήχθησαν 12.331 τόνοι νωπών ψαριών (8.754 τόνοι τσιπούρας και 4.477 τόνοι λαβρακιού) όπου εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και στην συνέχεια σχεδόν στο σύνολο τους επαναπροωθήθηκαν (ως τουρκικό ψάρι) κυρίως σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Οι μέσες τιμές εξαγωγής το 2023 ήταν πιεσμένες κυρίως για το λαβράκι. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 5,24 ευρώ/κιλό παρουσιάζοντας οριακή βελτίωση 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης μειώθηκε κατά 2,6 % στα 6,3 ευρώ/κιλό.